-
1 Beacon
subs.P. and V. φρυκτός, ὁ, or pl.Beacon fire: V. ἄγγαρον πῦρ, τό, πορευτὸς λαμπάς, ἡ, πῦρ πόμπιμον, τό, λαμπτήρ, ὁ, λαμπάς, ἡ, πυρπόλημα, τό.A successicn of beacon fires: V. ἐκδοχὴ πομποῦ πυρός (Æsch., Ag. 299).Signal by beacon fires: P. φρυκτωρεῖν, P. and V. πυρσεύειν (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beacon
-
2 Succession
subs.P. and V. διαδοχή, ἡ, ἐκδοχή, ἡ.A succession of signal fires: V. ἐκδοχὴ πομποῦ πυρός (Æsch., Ag. 299), or πυρὸς παραλλαγαί, αἱ (Æsch., Ag. 490).In succession: P. κατὰ διαδοχήν; see Successively.In succession to one another: P. ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις (Dem. 45).Right of succession: Ar. and P. ἀγχιστεία, ἡ.By right of succession: V. γένους κατʼ ἀγχιστεῖα (Soph., Ant. 174).Be next in succession, next of kin: P. and V. ἐγγύτατα γένους εἶναι, P. ἀγχιστεύειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Succession
-
3 go up in smoke
1) (to be completely destroyed by fire: The whole house went up in smoke.) αποτεφρώνομαι,γίνομαι παρανάλωμα του πυρός2) (to vanish very quickly leaving nothing behind: All his plans have gone up in smoke.) γίνομαι καπνός, εξανεμίζομαι -
4 Corn
subs.Wheat: Ar. and P. πυρός, ὁ.Wheat-meal: Ar. and P. ἄλευρα, τά.Barley: P. and V. κριθή, ἡ.Barley-meal: Ar. and P. ἄλφιτον, τό, or pl.Import corn, v.: P. σιτηγεῖν.Importation of corn, subs.: P. σιτηγία, ἡ.Buying of corn: P. σιτωνία, ἡ.Carrying of corn: P. σιτοπομπία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Corn
-
5 Creative
adj.The glow of creative fire he stole and gave to mortals: V. παντέχνου πυρὸς σέλας θνητοῖσι κλέψας ὤπασεν (Æsch., P.V. 7).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Creative
-
6 Element
subs.Part: P. and V μέρος, τό.Germ: P. and V. σπέρμα, τό.Beginning, origin: P. and V. ἀρχή, ἡ, ῥίζα, ἡ, πηγή, ἡ.Be in one's element, enjoy onesolf v.: P. εὐπαθεῖν, P. and V. εὐφραίνεσθαι.The Elements, subs.: P. τὰ γένη.The primed elements: P. τὰ πρῶτα (Plat., Theaet. 205C).There being four elements of which the body is compacted, earth, air, fire, and water: P. τεσσάρων ὄντων γενῶν ἐξ ὧν συμπέπηγε τὸ σῶμα, γῆς, πυρὸς, ὕδατός τε καὶ ἀέρος (Plat., Tim. 81E).I show that of the two elements appointed for the useof man, namely, sea and land, of the one you are complele masters: P. ἐγὼ ἀποφαίνω δύο μερῶν εἰς χρῆσιν φανερῶν, γῆς καὶ θαλάσσης, τοῦ ἑτέρου ὑμᾶς παντὸς κυριωτάτους ὄντας (Thuc., 2, 62).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Element
-
7 Eruption
subs.Eruption of a volcano — This eruption is said to have occurred fifty years after the former one: P. λέγεται δὲ πεντηκοστῷ ἔτει ῥυῆναι τοῦτο μετὰ τὸ πρότερον ῥεῦμα (Thuc. 3, 116).In this very spring there was an eruption of lava from Etna: P. ἐρρύη περὶ αὐτὸ τὸ ἔαρ τοῦτο ὁ ῥύαξ τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης (Thuc. 3, 116).Eruption of the skin: V. λειχήν, ὁ, P. ἕλκος, τό.Break out into eruptions: P. ἕλκεσιν ἐξανθεῖν ( Thuc 2, 49).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Eruption
-
8 Lava
subs.P. ῥύαξ τοῦ πυρός, ὁ (Thuc. 3, 116), or ῥύαξ, ὁ alone (Plat., Phaedo, 111E).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lava
-
9 Signal
v. trans.P. and V. σημαίνειν.Signal by fire: P. φρυκτωρεῖν, P. and V. πυρσεύειν (Xen.).Sixty Athenian ships were signalled as approaching from Leucas: P. ἐφρυκτωρήθησαν ἑξήκοντα νῆες Ἀθηναίων προσπλέουσαι ἀπὸ Λευκάδος (Thuc. 3, 80).Signal the enemy with treasonable intent: P. παραφρυκτωρεύεσθαι.——————subs.Ar. and P. σημεῖον, τό, P. νεῦμα, τό, V. σῆμα, τό.Give a secret signal: P. νεύματι ἀφανεῖ χρῆσθαι (Thuc. 1, 134).Brasidas seeing the signal came up the double: P. ὁ Βρασίδας ἰδὼν τὸ σύνθημα ἔθει δρόμῳ (Thuc. 4, 112).Give signal for retreat: P. σημαίνειν ἀναχώρησιν (Thuc. 5, 10).The signal for silence was given by the trumpet: P. τῇ σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη (Thuc. 6, 32).At a given signal: P. ἀπὸ σημείου ἑνός.A succession of signal fires: V. ἐκδοχὴ πομποῦ πυρός (Æsch., Ag. 299).——————adj.P. and V. λαμπρός, V. ἔξοχος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Signal
-
10 Temper
subs.P. and V. τρόπος, ὁ, or pl., ἦθος, τό, φύσις, ἡ.Mood: P. and V. ὀργή, ἡ, or pl.Good temper: P. εὐκολία, ἡ.Good tempered, adj.: Ar. and P. εὔκολοςBad temper: Ar. and P. δυσκολία.Bad tempered: P. and V. δύσκολος.——————v. trans.Blend: P. and V. κεραννύναι, συγκεραννύναι.Temper metal: P. βάπτειν (cf. Soph., Aj. 651).Tempered by fire ( of iron): V. ὀπτὸς ἐκ πυρός (Soph., Ant. 475).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Temper
-
11 Wheat
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wheat
См. также в других словарях:
πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… … Dictionary of Greek
πυρός — πῦρ fire neut gen sg πῡρός , πυρός wheat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γη του Πυρός — (ισπαν. Tierra del Fuego, Onasin στη διάλεκτο των ντόπιων ιθαγενών ‘Oνας). Αρχιπέλαγος (73.753 τ. χλμ.) της Νότιας Αμερικής, μεταξύ του Ειρηνικού ωκεανού στα Δ και του Ατλαντικού στα Α, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική ξηρά από το Στενό του… … Dictionary of Greek
Κᾶν με χρῆ, διὰ τοῦ πυρὸς Ἐθέλω βαδίζειν. — См. Сквозь огонь и воду … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
огньныи — (238) пр. 1.Огненный, горящий огнем, пылающий: си рѣкѧ всѧ смольна. а вълны ѥ˫а всѧ огньны. СбТр XII/XIII, 34 об.; тъ въвьрженъ бѹдеть въ пещь ѡгньнѹ. ПрЛ 1282, 96а; внезапѹ же вѣтръ припадъ. огньныи пламень. на чюж(д)ю нивѹ… принесе. (τὴν τοῦ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
ολιγόπυρος — (I) ὀλιγόπυρος, ον (Α) αυτός που έχει λίγους κόκκους σίτου («στάχυς μικρὸς καὶ ὀλιγόπυρος», Θεόφρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. πολύ πυρος)]. (II) ὀλιγόπυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λίγη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek