-
1 благородство
-
2 благородие
-я ουδ.ευγένεια (τίτλος)•ваше благородие η ευγένεια σας (τιμητική προσφώνηση).
-
3 высокородие
-я ουδ.ευγένεια•ваше, его κ.τ.τ. высокородие η ευγένεια σας, του.
-
4 благородство
благород||ствос ἡ εὐγένεια, ἡ γενναιοφροσύνη. -
5 вежливость
вежлив||остьж ἡ εὐγένεια, ἡ λεπτότητα, ἡ φιλοφροσύνη, ἡ ἀβρότητα. -
6 воспитанность
воспи́т||анностьж ἡ καλή ἀνατροφή, ἡ εὐγένεια, ἡ καλή ἀγωγή. -
7 галантность
гала́нтн||остьж ἡ ἀβρότητα [-ης], ἡ ἀβροφροσύνη, ἡ εὐγένεια. -
8 обращение
обращени||ес1. (превращение) ἡ με-ταμόρφωση [-ις], ἡ μεταβολή·2. (оборот, круговорот) ἡ κυκλοφορία:товарное \обращение ἡ ἐμπορευματική κυκλοφορία· денежное \обращение ἡ νομισματική κυκλοφορία· \обращение планет астр. ἡ περιστροφή τών πλανητών пускать в \обращение что-л. βάζω σέ κυκλοφορία, κυκλοφορώ· изъять из \обращениея ἀποσύρω ἀπό τήν κυκλοφορία·3. (обхождение с кем-либо) τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά, ἡ μεταχείριση:дурное \обращение ἡ κακομεταχείριση, ἡ κακή συμπεριφορά· вежливое \обращение ἡ καλή συμπεριφορά, ἡ εὐγένεια·4. (умение пользоваться, применять) ὁ χειρισμός, ἡ χρήσις·5. (призыв) τό διάγγελμα:\обращение к избирателям τό διάγγελμα προς τους ἐκλογείς· \обращение к народу τό διάγγελμα προς τό λαό· опубликовать \обращение δημοσιεύω διάγγελμα·6. грам. ἡ προσφώνησις· ◊ \обращение в веру ὁ προσηλυτισμός· \обращение в рабство ἡ ὑποδούλωση, ὁ ἐξανδραποδισμός. -
9 обходительность
обходительн||остьж ἡ εὐπροσηγορία, ἡ φιλοφροσύνη (приветливость)/ ἡ εὐγένεια, ἡ λεπτότητα (любезность). -
10 приличие
прилич||иес ἡ εὐπρέπεια, ἡ εὐγένεια, ἡ κοσμιότης, ἡ εὐσχημοσύνη:соблюдать \приличиеия τηρῶ τους κανόνες τής εὐπρέπειας· для \приличиеия γιά τους τύπους. -
11 тон
тонм1. ὁ τόνος, τό ὕφος:низкий \тон ὁ χαμηλός τόνος· говорить мягким \тонομ μιλώ μέ μαλακό ὕφος' говорить нежным \тоном γλυκομιλῶ· говорить повелительным \тоном μιλῶ μέ ἐπιτακτικό τόνο·2. ἡ ἀπόχρωση [-ις], ὁ τόνος χρώματος:светлые \тона́ τά ἀνοιχτά χρώματα· быть в \тон ταιριάζω, πηγαίνω· ◊ дурной \тон ἡ ἀγένεια, ἡ ἀπρέπεια, τό ἀγροϊκον хороший \тон ἡ εὐγένεια, ἡ εὐπρέπεια· задавать \тон δίνω τόν τόνο· переменить \тон ἀλλάζω ὕφος· попасть в \тон βρίσκω τήν κατάλληλη νότα· повышать,\тон ἀρχίζω νά φωνάζω, ἀγριεύω. -
12 благородство
-а ουδ.1. ευγένεια, λεπτότητα τρόπων.2. κομψότητα, ωραιότητα.3. ευγενική καταγωγή. -
13 ваш
-его α., ваша, -ей θ., ваше, -его ουδ. πλθ. ваши, -их.κτητ. αντων. δικός σας, δική σας, δικό σας•ваш дом το σπίτι σας•
ваша книга το βιβλίο σας•
ваше поле το χωράφι σας.
|| ως κατηγ. это дело ваше αυτό είναι δική σας υπόθεση•ваше мнение? η γνώμη μη σας;•
по -ему мнению κατά τη γνώμη σας.
εκφρ.ваш – (στο τέλος επιστολής) δικός σας•- е благородие – η ευγένεια σας•- е превосходительство – η εξοχότητά σας•- е сиятельство – η εκλαμπρότητά σας. -
14 вежливость
-и θ.ευγένεια, φιλοφροσύνη, αβρότητα, τρυφερότητα. -
15 дворянство
-а ουδ. η ευγένεια, η τάξη των ευγενών. || οι ευγενείς, οι ευπατρίδες•предводитель -ва αρχιγέτης ευγενών•
уездное οι ευγενείς επαρχίας•
русское дворянство οι ευγενείς της Ρωσίας.
|| τίτλος ευγένειας•пожаловать кому-н. дворянство κηρύσσω ευγενή κάποιον, δίνω τον τίτλο ευγενείας.
-
16 родовитость
-и θ.ευγένεια, η αρχοντιά, το αρχοντιλίκι, το σόι• αρχοντική καταγωγή.
См. также в других словарях:
εὐγενείᾳ — εὐγενείᾱͅ , εὐγένεια nobility of birth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγένεια — nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγένεια — και ευγενειά, η (ΑΜ εὐγένεια, Α και εὐγενία) 1. η καταγωγή από αρχοντική γενιά 2. η λεπτότητα τών τρόπων, η πολιτισμένη συμπεριφορά 3. τα λεπτά χαρακτηριστικά τού προσώπου, η ευγενική μορφή 4. η γενναιοφροσύνη, το υψηλό φρόνημα 5. (για ζώα) η… … Dictionary of Greek
ευγένεια — η 1. η ιδιότητα του ευγενούς. 2. λεπτότητα τρόπων, συμπεριφορά καλή: Όλες οι πόρτες ανοίγουν στην ευγένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐγενείας — εὐγενείᾱς , εὐγένεια nobility of birth fem acc pl εὐγενείᾱς , εὐγένεια nobility of birth fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγένει' — εὐγένεια , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένειαι , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc pl εὐγένεια , εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl εὐγένειε , εὐγένειος well maned masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὑγένει' — εὐγένεια , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένειαι , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc pl εὐγένεια , εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl εὐγένειε , εὐγένειος well maned masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὑγένεια — εὐγένεια , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένεια , εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενείαι — εὐγενείᾱͅ , εὐγένεια nobility of birth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενειῶν — εὐγένεια nobility of birth fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενείαις — εὐγένεια nobility of birth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)