Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εὐγένεια

  • 1 благородство

    благородство с η ευγένεια
    * * *
    с
    η ευγένεια

    Русско-греческий словарь > благородство

  • 2 благородие

    ουδ.
    ευγένεια (τίτλος)•

    ваше благородие η ευγένεια σας (τιμητική προσφώνηση).

    Большой русско-греческий словарь > благородие

  • 3 высокородие

    ουδ.
    ευγένεια•

    ваше, его κ.τ.τ. высокородие η ευγένεια σας, του.

    Большой русско-греческий словарь > высокородие

  • 4 благородство

    благород||ство
    с ἡ εὐγένεια, ἡ γενναιοφροσύνη.

    Русско-новогреческий словарь > благородство

  • 5 вежливость

    вежлив||ость
    ж ἡ εὐγένεια, ἡ λεπτότητα, ἡ φιλοφροσύνη, ἡ ἀβρότητα.

    Русско-новогреческий словарь > вежливость

  • 6 воспитанность

    воспи́т||анность
    ж ἡ καλή ἀνατροφή, ἡ εὐγένεια, ἡ καλή ἀγωγή.

    Русско-новогреческий словарь > воспитанность

  • 7 галантность

    гала́нтн||ость
    ж ἡ ἀβρότητα [-ης], ἡ ἀβροφροσύνη, ἡ εὐγένεια.

    Русско-новогреческий словарь > галантность

  • 8 обращение

    обращени||е
    с
    1. (превращение) ἡ με-ταμόρφωση [-ις], ἡ μεταβολή·
    2. (оборот, круговорот) ἡ κυκλοφορία:
    товарное \обращение ἡ ἐμπορευματική κυκλοφορία· денежное \обращение ἡ νομισματική κυκλοφορία· \обращение планет астр. ἡ περιστροφή τών πλανητών пускать в \обращение что-л. βάζω σέ κυκλοφορία, κυκλοφορώ· изъять из \обращениея ἀποσύρω ἀπό τήν κυκλοφορία·
    3. (обхождение с кем-либо) τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά, ἡ μεταχείριση:
    дурное \обращение ἡ κακομεταχείριση, ἡ κακή συμπεριφορά· вежливое \обращение ἡ καλή συμπεριφορά, ἡ εὐγένεια·
    4. (умение пользоваться, применять) ὁ χειρισμός, ἡ χρήσις·
    5. (призыв) τό διάγγελμα:
    \обращение к избирателям τό διάγγελμα προς τους ἐκλογείς· \обращение к народу τό διάγγελμα προς τό λαό· опубликовать \обращение δημοσιεύω διάγγελμα·
    6. грам. ἡ προσφώνησις· ◊ \обращение в веру ὁ προσηλυτισμός· \обращение в рабство ἡ ὑποδούλωση, ὁ ἐξανδραποδισμός.

    Русско-новогреческий словарь > обращение

  • 9 обходительность

    обходительн||ость
    ж ἡ εὐπροσηγορία, ἡ φιλοφροσύνη (приветливость)/ ἡ εὐγένεια, ἡ λεπτότητα (любезность).

    Русско-новогреческий словарь > обходительность

  • 10 приличие

    прилич||ие
    с ἡ εὐπρέπεια, ἡ εὐγένεια, ἡ κοσμιότης, ἡ εὐσχημοσύνη:
    соблюдать \приличиеия τηρῶ τους κανόνες τής εὐπρέπειας· для \приличиеия γιά τους τύπους.

    Русско-новогреческий словарь > приличие

  • 11 тон

    тон
    м
    1. ὁ τόνος, τό ὕφος:
    низкий \тон ὁ χαμηλός τόνος· говорить мягким \тонομ μιλώ μέ μαλακό ὕφος' говорить нежным \тоном γλυκομιλῶ· говорить повелительным \тоном μιλῶ μέ ἐπιτακτικό τόνο·
    2. ἡ ἀπόχρωση [-ις], ὁ τόνος χρώματος:
    светлые \тона́ τά ἀνοιχτά χρώματα· быть в \тон ταιριάζω, πηγαίνω· ◊ дурной \тон ἡ ἀγένεια, ἡ ἀπρέπεια, τό ἀγροϊκον хороший \тон ἡ εὐγένεια, ἡ εὐπρέπεια· задавать \тон δίνω τόν τόνο· переменить \тон ἀλλάζω ὕφος· попасть в \тон βρίσκω τήν κατάλληλη νότα· повышать,\тон ἀρχίζω νά φωνάζω, ἀγριεύω.

    Русско-новогреческий словарь > тон

  • 12 благородство

    ουδ.
    1. ευγένεια, λεπτότητα τρόπων.
    2. κομψότητα, ωραιότητα.
    3. ευγενική καταγωγή.

    Большой русско-греческий словарь > благородство

  • 13 ваш

    -его α., ваша, -ей θ., ваше, -его ουδ. πλθ. ваши, -их.
    κτητ. αντων. δικός σας, δική σας, δικό σας•

    ваш дом το σπίτι σας•

    ваша книга το βιβλίο σας•

    ваше поле το χωράφι σας.

    || ως κατηγ. это дело ваше αυτό είναι δική σας υπόθεση•

    ваше мнение? η γνώμη μη σας;•

    по -ему мнению κατά τη γνώμη σας.

    εκφρ.
    ваш – (στο τέλος επιστολής) δικός σας•
    - е благородие – η ευγένεια σας•
    - е превосходительство – η εξοχότητά σας•
    - е сиятельство – η εκλαμπρότητά σας.

    Большой русско-греческий словарь > ваш

  • 14 вежливость

    θ.
    ευγένεια, φιλοφροσύνη, αβρότητα, τρυφερότητα.

    Большой русско-греческий словарь > вежливость

  • 15 дворянство

    ουδ. η ευγένεια, η τάξη των ευγενών. || οι ευγενείς, οι ευπατρίδες•

    предводитель -ва αρχιγέτης ευγενών•

    уездное οι ευγενείς επαρχίας•

    русское дворянство οι ευγενείς της Ρωσίας.

    || τίτλος ευγένειας•

    пожаловать кому-н. дворянство κηρύσσω ευγενή κάποιον, δίνω τον τίτλο ευγενείας.

    Большой русско-греческий словарь > дворянство

  • 16 родовитость

    θ.
    ευγένεια, η αρχοντιά, το αρχοντιλίκι, το σόι• αρχοντική καταγωγή.

    Большой русско-греческий словарь > родовитость

См. также в других словарях:

  • εὐγενείᾳ — εὐγενείᾱͅ , εὐγένεια nobility of birth fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγένεια — nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευγένεια — και ευγενειά, η (ΑΜ εὐγένεια, Α και εὐγενία) 1. η καταγωγή από αρχοντική γενιά 2. η λεπτότητα τών τρόπων, η πολιτισμένη συμπεριφορά 3. τα λεπτά χαρακτηριστικά τού προσώπου, η ευγενική μορφή 4. η γενναιοφροσύνη, το υψηλό φρόνημα 5. (για ζώα) η… …   Dictionary of Greek

  • ευγένεια — η 1. η ιδιότητα του ευγενούς. 2. λεπτότητα τρόπων, συμπεριφορά καλή: Όλες οι πόρτες ανοίγουν στην ευγένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐγενείας — εὐγενείᾱς , εὐγένεια nobility of birth fem acc pl εὐγενείᾱς , εὐγένεια nobility of birth fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγένει' — εὐγένεια , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένειαι , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc pl εὐγένεια , εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl εὐγένειε , εὐγένειος well maned masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηὑγένει' — εὐγένεια , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένειαι , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc pl εὐγένεια , εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl εὐγένειε , εὐγένειος well maned masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηὑγένεια — εὐγένεια , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένεια , εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγενείαι — εὐγενείᾱͅ , εὐγένεια nobility of birth fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγενειῶν — εὐγένεια nobility of birth fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγενείαις — εὐγένεια nobility of birth fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»