-
1 ευγενεια
ἥ реже pl.1) благородное происхождение, родовитость, знатность Aesch., Plat., Arst., Plut.εὐ. παίδων Eur. = εὐγενεῖς παῖδες
2) ( о животных и растениях) культурность (породы), высокопородность Plut.3) благородство, возвышенность души Diog.L., Plut. -
2 ευγένεια
η1) вежливость, воспитанность; благородное поведение, благородные манеры; галантность;με πολλή ευγένεια — очень вежливо;
2) благородство; знатность, родовитость -
3 εὐγένεια
-
4 ευγένεια
[эвгениа] ουσ θ благородство, вежливость. -
5 ευγενια
-
6 διακρίνω
(αόρ. διέκρινα, παθ. αόρ. διακρίθηκα) μετ.1) различать, отличать, выделить; разграничивать, дифференцировать; 2) различать (зрением, слухом);διακρίν στο σκοτάδι — различать в темноте;
μ1 αυτά τα γυαλιά δεν διακρίνω καθόλου — в этих очках я ничего не вижу;
3) узнавать, распознавать;τον διακρίνω από το βάδισμα του — я узнаю его по походке;
4) выделять, отличать;τον διακρίνει ευγένεια — он отличается благородством;
1) — отличаться;διακρίνομαι
выделяться;становиться известным;διακρίνομαι στην μάχη — отличаться в бою;
2) отличаться вежливостью, быть деликатным, тактичным -
7 επίπλαστος
ος, ον притворный, лицемерный; деланный, неестественный; ложный, фальшивый;επίπλαστος ευγένεια — притворная вежливость;
επίπλαστος φιλία — фальшивая дружба
-
8 στοιχειώδης
ης, ες1) элементарный (в разн. знач);στοιχειώδεις γνώσεις — элементарные знания;
στοιχειώδης γεωμετρία — основы геометрии;
στοιχειώδης εκπαίδευση — начальное образование, начальная школа;
στοιχειώδης αλήθεια — азбучная истина;
στοιχειώδης ευγένεια — элементарная вежливость;
στοιχειώδης συμπεριφορά — элементарное умение вести себя;
2) перен. основной, существенный;στοιχειώδης παράλειψη — существенное упущение
См. также в других словарях:
εὐγενείᾳ — εὐγενείᾱͅ , εὐγένεια nobility of birth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγένεια — nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγένεια — και ευγενειά, η (ΑΜ εὐγένεια, Α και εὐγενία) 1. η καταγωγή από αρχοντική γενιά 2. η λεπτότητα τών τρόπων, η πολιτισμένη συμπεριφορά 3. τα λεπτά χαρακτηριστικά τού προσώπου, η ευγενική μορφή 4. η γενναιοφροσύνη, το υψηλό φρόνημα 5. (για ζώα) η… … Dictionary of Greek
ευγένεια — η 1. η ιδιότητα του ευγενούς. 2. λεπτότητα τρόπων, συμπεριφορά καλή: Όλες οι πόρτες ανοίγουν στην ευγένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐγενείας — εὐγενείᾱς , εὐγένεια nobility of birth fem acc pl εὐγενείᾱς , εὐγένεια nobility of birth fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγένει' — εὐγένεια , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένειαι , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc pl εὐγένεια , εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl εὐγένειε , εὐγένειος well maned masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὑγένει' — εὐγένεια , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένειαι , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc pl εὐγένεια , εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl εὐγένειε , εὐγένειος well maned masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὑγένεια — εὐγένεια , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένεια , εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενείαι — εὐγενείᾱͅ , εὐγένεια nobility of birth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενειῶν — εὐγένεια nobility of birth fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενείαις — εὐγένεια nobility of birth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)