-
1 бумага
1. (для письма, печати и т.д.) το χαρτίватманская - см. ватман- σατενέкопировальная - ο χημικός χάρτης, разг. το καρμπόν (ξεν.)лакмусовая - ο χάρτης/το χαρτί ηλιοτροπίουматовая - ματ (ξεν.)миллиметровая - см. миллиметровканаждачная - το σμυριδόχαρτο, το γυαλόχαρτοпочтовая - αλληλογραφίας, το επιστολόχαρτοчертёжно-ко-пировальная - σχεδίασης/ιχνογραφίας2. (документ) το έγγραφο 3. -и (ценные) эк. мн. τα χρεώγραφαлегкореализуемые - εμπορεύσιμα -, διαπραγματεύσιμα -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бумага
-
2 обои
обо́имн. τό χαρτί ταπετσαρίας, ἡ ταπετσαρία τοῦ τοίχου. -
3 репс
репсм текст. ὕφασμα μέ ραβδώσεις, ὕφασμα ταπετσαρίας. -
4 обои
[αμπόι] ουσ. κληθ. χαρτί ταπετσαρίας -
5 обои
[αμπόι] ουσ πληθ χαρτί ταπετσαρίας
См. также в других словарях:
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
κολάζ — (γαλλ. collage). Όρος της ζωγραφικής που χρησιμοποιείται σήμερα διεθνώς για τα έργα των καλλιτεχνών οι οποίοι, αντί να μεταχειρίζονται μόνο χρώματα, επικολλούν ετερογενή υλικά σε μία επιφάνεια (φωτογραφίες, έντυπα, γραμματόσημα, υφάσματα,… … Dictionary of Greek
ταπετσάρισμα — το, Ν τοποθέτηση ταπετσαρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπετσάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
χαρτοπέτασμα — το, Ν 1. το χαρτί τής ταπετσαρίας 2. συνεκδ. η ταπετσαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + πέτασμα «καθετί το απλωμένο»] … Dictionary of Greek
Μπρακ, Ζορζ — (Georges Braque, Αρζαντέιγ 1882 – Παρίσι 1963). Γάλλος ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης και σκηνογράφος, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης γαλλικής ζωγραφικής. Έζησε τα νεανικά του χρόνια στη Χάβρη, όπου ο πατέρας του, ερασιτέχνης… … Dictionary of Greek