-
1 ευχαριστία
[эвхаристиа] ουσ. Θ. благодарностьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευχαριστία
-
2 благодарность
благодарность ж η ευγνωμοσύνη, η ευχαριστία; выражать \благодарность ευχαριστώ не стоит \благодарностьи παρακαλώ, τίποτε* * *жη ευγνωμοσύνη, η ευχαριστίαвыража́ть благода́рность — ευχαριστώ
не сто́ит благода́рности — παρακαλώ, τίποτε
-
3 благодарность
благод||арностьж ἡ εὐγνωμοσύνη, ἡ εὐχαριστία:объявлять \благодарностьа́рность ἀπονέμω ἐπαινο; не стоит \благодарностьарности.=-:παρακαλώ τίποτε. -
4 благодарение
-я ουδ.παλ. ευγνωμοσύνη, ευχαριστία. -
5 благодарность
-и θ.ευγνωμοσύνη, ευχαριστία.
См. также в других словарях:
εὐχαριστία — εὐχαριστίᾱ , εὐχαριστία thankfulness fem nom/voc/acc dual εὐχαριστίᾱ , εὐχαριστία thankfulness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχαριστία — η (ΑΜ εὐχαριστία και εὐχαριστεία) 1. συναίσθηση οφειλόμενης χάρης, έκφραση ευγνωμοσύνης, ευγνωμοσύνη 2. ευχαριστήρια δέηση, δοξολογία 3. φρ. α) «θεία ευχαριστία» η θεία μετάληψη, το μυστήριο τής μετουσιώσεως τού άρτου και τού οίνου σε αίμα και… … Dictionary of Greek
εὐχαριστίᾳ — εὐχαριστίαι , εὐχαριστία thankfulness fem nom/voc pl εὐχαριστίᾱͅ , εὐχαριστία thankfulness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχαριστία — η 1. έκφραση ευγνωμοσύνης. 2. (εκκλησ.), «Θεία Ευχαριστία», η Θεία Κοινωνία, ένα από τα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης Εκκλησίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ευχαριστία, Θεία — Ένα από τα επτά θεία μυστήρια, το οποίο τελείται σε ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου. Ονομάζεται επίσης και μετάληψη των αχράντων μυστηρίων ή θεία κοινωνία. Το μυστήριο της Θ.Ε. συστήθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό κατά το τελευταίο δείπνο με… … Dictionary of Greek
Θεία Ευχαριστία — Βλ. λ. Ευχαριστία, Θεία … Dictionary of Greek
εὐχαριστίας — εὐχαριστίᾱς , εὐχαριστία thankfulness fem acc pl εὐχαριστίᾱς , εὐχαριστία thankfulness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστίαι — εὐχαριστία thankfulness fem nom/voc pl εὐχαριστίᾱͅ , εὐχαριστία thankfulness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστίαν — εὐχαριστίᾱν , εὐχαριστία thankfulness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστιῶν — εὐχαριστία thankfulness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστίαις — εὐχαριστία thankfulness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)