-
1 ευγνωμοσύνη
[эвгномосини] ουσ. в. благодарность, признательность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευγνωμοσύνη
-
2 признательность
признательность ж η ευγνωμοσύνη· выразить \признательность εκφράζω ευγνωμοσύνη* * *жη ευγνωμοσύνηвы́разить призна́тельность — εκφράζω ευγνωμοσύνη
-
3 благодарность
благодарность ж η ευγνωμοσύνη, η ευχαριστία; выражать \благодарность ευχαριστώ не стоит \благодарностьи παρακαλώ, τίποτε* * *жη ευγνωμοσύνη, η ευχαριστίαвыража́ть благода́рность — ευχαριστώ
не сто́ит благода́рности — παρακαλώ, τίποτε
-
4 принести
принести 1) φέρνω 2) (причинить) προξενώ· \принести пользу ωφελώ· \принести вред βλάφτω, προξενώ βλάβη ◇ \принести благодарность εκφράζω την ευχαρίστηση μου, χρεωστώ ευγνωμοσύνη* * *1) φέρνω2) ( причинить) προξενώпринести́ по́льзу — ωφελώ
принести́ вред — βλάφτω, προξενώ βλάβη
••принести́ благода́рность — εκφράζω την ευχαρίστησή μου, χρεωστώ ευγνωμοσύνη
-
5 наградить
-разку, -радишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. награжденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.1. ανταμείβω, επιβραβεύω (για έργο ή πράξη) δίνω, απονέμω βραβείο, βραβεύω•орденом παρασημοφορώ.
|| εκφράζω ευγνωμοσύνη•наградить улыбкой χαμογελώ από ευγνωμοσύνη•
взглядом ρίχνω ματιά ευγνωμοσύνης.
2. προικίζω, δίνω σαν προίκα. || μτφ. χαρίζω• εμπλουτίζω•природа его -ла талантом η φύση τον προίκισε με ταλέντο.
3. (με κακή σημασία)• ανταποδίνω, πληρώνω•наградить оплеухой δίνω για ανταμοιβή ένα χαστούκι•
наградить пинком δίνω για αμοιβή μια κλωτσιά.
-
6 признательность
-и θ.ευγνωμοσύνη• ευαρέσκεια•выразить признательность εκφράζω την ευγνωμοσύνη.
-
7 благодарность
благод||арностьж ἡ εὐγνωμοσύνη, ἡ εὐχαριστία:объявлять \благодарностьа́рность ἀπονέμω ἐπαινο; не стоит \благодарностьарности.=-:παρακαλώ τίποτε. -
8 благодарный
благод||арныйприл εὐγνώμων:быть \благодарныйарным кому́-л. χρωστώ εὐγνωμοσύνη; ◊ \благодарныйарный труд ἡ ἀποδοτική ἐργασία. -
9 передавать
передаватьнесов1. μεταδίδω, δίνω:\передавать из рук в руки δίνω ἀπό χέρι σέχέρι·2. (сообщать) μεταδίδω, διαβιβάζω:\передавать по радио μεταδίδω ἀπό τό ραδιόφωνο· \передавать по телефону μεταδίδω τηλεφωνικώς· \передавать поручение μεταβιβάζω ἐντολή· \передавать привет διαβιβάζω χαιρετίσματα· \передавать благодарность ἐκφράζω εὐγνωμοσύνη·3. (воспроизводить) ἀναπαράγω:\передавать мысль автора μεταδίδω τήν σκέψη τοῦ συγγραφέα·4. μεταδίδω (инфекцию, болезнь)/ μεταβιβάζω (черту, свойство)·5. (давать больше, чем надо) πληρώνω παραπάνω, пи-ραπληρώνω· ◊ \передавать дело в суд παραπέμκβ τήν ὑπόθεση στό δικαστήριο. -
10 признательность
признательностьж ἡ εὐγνωμοσύνη. -
11 благодарение
-я ουδ.παλ. ευγνωμοσύνη, ευχαριστία. -
12 благодарно
επίρ.με ευγνωμοσύνη, ευγνωμόνως. -
13 благодарность
-и θ.ευγνωμοσύνη, ευχαριστία. -
14 благословение
-я ουδ.1. ευλογία, ευχή•он получил благословение отца αυτός πήρε την ευχή του πατέρα.
2. μτφ. έγκριση• παρακίνηση, προτροπή, συγκατάθεση, συμφωνία.3. παλ. ευγνωμοσύνη. -
15 вынести
-есу, -есешь, παρλθ. χρ. вынес, -ла, -ло, ρ.σ.μ.1. βγάζω έξω, μεταφέρω,μετακομίζω, κουβαλώ•вынести мебель из комнаты βγάζω τα έπιπλα έξω από το δωμάτιο.
|| γράφω, σημειώνω•вынести замечания в конец γράφω τίς παρατηρήσεις στο τέλος.
|| υποβάλλω, φέρω•решение комиссии на общее собрание φέρω την απόφαση της επιτροπής στη γενική συνέλευση.
2. μεταφέρω γρήγορα.3. μτφ. βγάζω, εξάγω• αποκτώ•я вынес убеждение из опыта σχημάτισα την πεποίθηση από πείρα.
4. προβάλλω, βγάζω μπροστά•вынести ногу в таще! βγάζω μπροστά το πόδι στο χορό.
5. αντέχω, υπομένω, υποφέρω, Βαστώ, κρατώ•душа моя не -ла η ψυχή μου δε βάσταξε.
6. εκδίδω, βγάζω, παίρνω•вынести приговор βγάζω καταδικαστική απόφαση•
вынести резолюцию παίρνω απόφαση•
вынести благодарность εκφράζω τις ευχαριστίες (την ευγνωμοσύνη)•
решение, резолюцию, постановление παίρνω απόφαση (αποφασίζω).
εκφρ.вынести на своих плечах – σηκώνω το βάρος μόνος μου (τα βγάζω πέρα μόνος μου)•вынести впечатление – έχω (σχηματίζω, αποκομίζω) την εντύπωση.βγαίνω, εμφανίζομαι, προβάλλω ξαφνικά, ορμητικά, απότομα. -
16 душевный
επ.1. ψυχικός•-ое потрясение ψυχικός κλονισμός•
с -ым прискорбием με θλιμμένη την ψυχή•
-ое спокойствие ψυχική γαλήνη, ψυχική λύτρωση (σωτηρία)•
-ое беспокойство ψυχική ταραχή (αγωνία, αδημονία)•
-ая тревога ψυχικός τρόμος•
душевный больной ψυχοπαθής.
2. εγκάρδιος, ειλικρινής•душевный разговор εγκάρδια συνομιλία•
-ая признательность ειλικρινής ευγνωμοσύνη.
|| καλός, χρηστός, φιλάγαθος, καλόψυχος•душевный человек καλόψυχος άνθρωπος.
εκφρ.-ые болезни (ή заболевания) – ψυχικές ασθένειες. -
17 одолжать
-
18 признательно
επίρ.ευγνωμόνως, με ευγνωμοσύνη. -
19 разодолжить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разодолженный, βρ: -жен, -жена, -жено•, ρ.σ.μ. παλ. καταϋποχρεώνω, οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη. || καταπλήσσω, ξαφνιάζω, αιφνιδιάζω. -
20 свидетельствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.1. μαρτυρώ• αποδείχνω• φανερώνω• καταθέτω•подсудимый -ствует, что... ο κατηγορούμενος καταθέτει ότι...•
результаты -ствуют о правильности метода исследования τα αποτελέσματατα μαρτυρούν για την ορθότητα της μεθόδου έρευνας•
-ствую это перед всеми καταθέτω αυτό μπροστά σε όλους.
2. πιστοποιώ, βεβαιώνω•свидетельствовать подпись βεβαιώνω το γνήσιο της υπογραφής.
3. εξετάζω.εκφρ.свидетельствовать кому почтение (уважение), благодарность – εκφράζω το σεβασμό, την ευγνωμοσύνη.1. παλ. επικαλούμαι την μαρτυρία κάποιου• να είσαι μάρτυρας.2. πιστοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐγνωμοσύνη — considerateness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγνωμοσύνῃ — εὐγνωμοσύνη considerateness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγνωμοσύνη — η (ΑΜ εὐγνωμοσύνη) [ευγνώμων] η αναγνώριση τής ευεργεσίας, το να νιώθει κάποιος υποχρεωμένος για χάρη, ευεργεσία, προσφορά από κάποιον («ευγνωμοσύνη προς τους γονείς, τους δασκάλους» κ.λπ.) μσν. γενναιοδωρία («πολλὰ κειμήλια ἡ ἐκκλησία ἐκ τῆς… … Dictionary of Greek
ευγνωμοσύνη — η 1. αναγνώριση του καλού που μας έγινε. 2. ευχαριστία, εκδήλωση ευχαριστίας: Χρεωστώ ευγνωμοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐγνωμοσύνην — εὐγνωμοσύνη considerateness fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγνωμοσύνης — εὐγνωμοσύνη considerateness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
ευχαριστία — η (ΑΜ εὐχαριστία και εὐχαριστεία) 1. συναίσθηση οφειλόμενης χάρης, έκφραση ευγνωμοσύνης, ευγνωμοσύνη 2. ευχαριστήρια δέηση, δοξολογία 3. φρ. α) «θεία ευχαριστία» η θεία μετάληψη, το μυστήριο τής μετουσιώσεως τού άρτου και τού οίνου σε αίμα και… … Dictionary of Greek
εὐγνωμοσύνα — εὐγνωμοσύνᾱ , εὐγνωμοσύνη considerateness fem nom/voc/acc dual εὐγνωμοσύνᾱ , εὐγνωμοσύνη considerateness fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благоразоумиѥ — БЛАГОРАЗОУМИ|Ѥ (16), ˫А с. Благоразумие, рассудительность, предусмотрительность: Аще къто раба оучить виною б҃очьсть˫а прѣобидѣти своѥго г҃дина. и отъходити отъ слоужьбы. а не съ бл҃горазоумиѥмь и вьсею чьстью слоужити своѥмоу г҃диноу да боудеть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek