-
1 εσωτερικός
η, ό[ν]1) внутренний;εσωτερικό ένδυμα — нижнее бельё;
εσωτερική κατάσταση — внутреннее положение;
εσωτερικες αιτίες — внутренние причины;
εσωτερική αγορά — внутренний рынок;
εσωτερικο εμπόριο — внутренняя торговля;
εσωτερικες υποθέσεις — внутренние дела;
εσωτερική δύναμη — внутренняя сила;
υπουργείον εσωτερικων — министерство внутренних дел;
φάρμακο εσωτερικό — или χρήση εσωτερική — внутреннее (о средстве, лекарстве);
γιά εσωτερική χρήση — а) для внутреннего пользования; — б) для внутреннего употребления (о лекарстве);
εσωτερικές παθήσεις — внутренние болезни;
εσωτερικός κόσμος — внутренний мир (человека);
§ εσωτερικός μαθητής — ученик интерната;
εσωτερικός ιατρός — интерн
-
2 αιμορραγία
η кровотечение; кровоизлияние;εσωτερική αιμορραγία — внутреннее кровотечение;
εγκεφαλική αιμορραγία — кровоизлияние в мозг
-
3 έκκριση
[-ις (-εως)] η физиол, выделение; секреция;εσωτερική έκκριση — внутренняя секреция;
αδένες εσωτερικής έκκρίσεως — железы внутренней секреции
-
4 επένδυση
[-ις (-εως)] η1) облицовка, обшивка, обивка, обкладка (действие и результат);εσωτερική επένδυση ενδύματος — подкладка;
2) эк инвестиция, инвестирование; вложение;επένδυση κεφαλαίων — капиталовложение; — инвестиция капитала;
βιομηχανική επένδυση — капиталовложения в промышленность;
επένδύσεις τού παγίου κεφαλαίου — инвестиции в основной капитал
-
5 πολιτική
η1) политика, (политическая) линия, курс;εξωτερική (εσωτερική) πολιτική — внешняя (внутренняя) политика;
φιλειρηνική πολιτική — миролюбивая политика;
ψυχροπολεμική πολιτική — политика холодной войны;
2) занятие политикой; активное участие в политической жизни; политическая деятельность (государственного деятеля);3) перен. дипломатия; политика (разг);έξυπνη πολιτική — хитрая политика
См. также в других словарях:
εσωτερική ενέργεια — Θερμοδυναμική συνάρτηση (Μ) ενός συστήματος που η μεταβολή της κατά τη διάρκεια ενός μετασχηματισμού ισούται με το αλγεβρικό άθροισμα της θερμότητας dQ που δέχεται το σύστημα κατά τη διάρκεια ενός μετασχηματισμού και του μηχανικού έργου dw που… … Dictionary of Greek
ἐσωτερική — ἐσωτερικός inner fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσωτερική απορρόφηση — Ένα μέτρο της ικανότητας μιας ουσίας να απορροφά ακτινοβολία, που εκφράζεται με τον λόγο της ροής, η οποία απορροφάται μεταξύ της επιφάνειας εισόδου και εξόδου της ουσίας προς τη ροή που αφήνει την επιφάνεια εισόδου. Η ε.α. δεν εφαρμόζεται στην… … Dictionary of Greek
εσωτερική μετατροπή — Η διαδικασία κατά την οποία ένας πυρήνας σε διεγερμένη κατάσταση μεταπηδά σε μια κατάσταση χαμηλότερης ενέργειας και προσφέρει ενέργεια σε ένα από τα τροχιακά του ηλεκτρόνια, συνήθως ένα Κ ηλεκτρόνιο. Αν αυτή η ενέργεια είναι αρκετά μεγάλη για να … Dictionary of Greek
Μογγολία, Εσωτερική — Αυτόνομη περιοχή στη Β. Κίνα (1.200.000 τ.χλμ., πάνω από 23.760.000 κάτ. το 1998), με πρωτεύουσα το Χουχεχότ. Βρίσκεται στα σύνορα με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μογγολίας και την Ρωσία, από την οποία τη χωρίζει ο ποταμός Αργκούν, και απλώνεται στο… … Dictionary of Greek
Εύξεινος Πόντος ή Μαύρη θάλασσα — Εσωτερική θάλασσα (460.000 τ. χλμ.) που περικλείεται από την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Γεωργία. Συγκοινωνεί με τη Μεσόγειο θάλασσα με το στενό του Βοσπόρου, την Προποντίδα και τα στενά των Δαρδανελίων. Οι… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek