Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

επένδυση

  • 1 επένδυση

    [-ις (-εως)] η
    1) облицовка, обшивка, обивка, обкладка (действие и результат);

    εσωτερική επένδυση ενδύματος — подкладка;

    2) эк инвестиция, инвестирование; вложение;

    επένδυση κεφαλαίων — капиталовложение; — инвестиция капитала;

    βιομηχανική επένδυση — капиталовложения в промышленность;

    επένδύσεις τού παγίου κεφαλαίου — инвестиции в основной капитал

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επένδυση

  • 2 πάγιος

    α, ο [ία, ον]
    1) прочный, устойчивый; стабильный; постоянный, неизменный;

    πάγία είρήνη — прочный мир;

    πάγιες τιμές — стабильные цены;

    πάγία πρόσοδος — постоянный доход;

    2) эк основной;

    πάγιο κεφάλαιο — основной капитал;

    πάγία επένδυση (κεφαλαίου) — капиталовложение в форме основного капитала;

    3) эк консолидированный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πάγιος

См. также в других словарях:

  • επένδυση — Διαδικασία, κατά την οποία μέρος του εισοδήματος χρησιμοποιείται για την παραγωγική δραστηριότητα. Η ε. διαφέρει από την αποταμίευση γιατί ενώ αυτή βασίζεται στην απλή αποχή από την κατανάλωση ενός καθορισμένου αγαθού, η ε. συνεπάγεται και την… …   Dictionary of Greek

  • επένδυση — η 1. η επικάλυψη αντικειμένου με στρώμα από άλλο υλικό για ενίσχυση, προφύλαξη ή διακόσμησή του, καπλάντισμα, ντύσιμο: Επένδυση τοίχου με μάρμαρα. 2. το επίστρωμα: Καταστράφηκε η επένδυση της εικόνας. 3. η συγκράτηση των πλευρών οχυρωτικού έργου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπενδύσῃ — ἐπενδύ̱σῃ , ἐπενδύνω put on over aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ἐπενδύ̱σῃ , ἐπενδύνω put on over aor subj mid 2nd sg ἐπενδύ̱σῃ , ἐπενδύνω put on over fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλώδιο, ηλεκτρικό — Ομάδα αγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, κατάλληλα συνδεμένων και μονωμένων μεταξύ τους με έναν κοινό μανδύα. Ο όρος ισχύει και στην περίπτωση ενός μόνο μονωμένου αγωγού. Τα η.κ. μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες ομάδες: σε καλώδια μεταφοράς… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Катализатор энергии Росси — Это статья о неакадемическом направлении исследований. Пожалуйста, отредактируйте статью так, чтобы это было ясно как из её первых предложений, так и из последующего текста. Подробности в статье и на странице обсуждения …   Википедия

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»