-
1 εστια
ион. ἱστίη, дор. ἑστίη ἥ1) домашний очаг ( где находились домашний жертвенник и изображения семейных богов)ἡ δορύξενος ἑ. Soph. — гостеприимный очаг;
ἐπὴ τέν ἑστίαν καθίζεσθαι Thuc. — сесть у домашнего очага;ἱστίας (ион. = ἑστίας) ἐπιορκεῖν Her. — ложно клясться домашними богами;μὰ τέν πατρῴαν ἐστίαν! Soph. — клянусь очагом отчего дома!2) семейный очаг, родной домγυναῖκας ἔχων δύο, διξὰς ἱοτίας οἴκεε Her. — (Александрия), имея двух жен, жил на два дома
3) перен. обиталище(παντοδαπῶν ζῴων Arst.)
χθόνιος ἑ. πατρός Soph. — подземное жилище, т.е. могила отца4) семья, семейство(αἱ ὀγδώκοντα ἱστίαι Her.; ἑστίας ἄμοιρος Xen.)
5) род, потомство(Γλαύκου Her.)
6) жертвенник, алтарь, святилище(βούθυτος Soph.)
ἑ. βουλαία Aeschin. — алтарь в βουλή;γᾶς μεσόμφαλος ἑ. Eur. — срединное святилище земли, т.е. алтарь Аполлона в Дельфах;ἥ κοιντέ ἑ. Arst., Polyb., Plut.; — общий алтарь (служивший местом собраний пританеев, убежищем для искавших защиты и пр.)7) центр, средоточие(ἑ. καὴ μητρόπολις Diod.; перен. ἑ. ἤθους Plut.)
ἀφ΄ ἑστίας ἄρχεσθαι погов. Arph., Plat.; — начинать с середины, т.е. с главного -
2 Εστια
эп.-ион. Ἱστίη, Ἑστίη (тж. ῑ) ἥ Гестия (дочь Кроноса и Реи, иногда отожд. с Реей; богиня-хранительница домашнего очага, позднее тж. города, всей Эллады, и, наконец, всей земли, как средоточия мира; впосл. отожд. с римск. Vesta) HH., Hes., Pind. -
3 εστία
εστία η1) очаг, камин;2) кухня в монастыре, часть трапезной -
4 εστία
η1) очаг; камин; 2) место закладки взрывчатого вещества; 3) перен. домашний очаг, семья, дом; отечество; πλ. родные места; 4) перен. очаг; источник; рассадник;εστία του πολιτισμού — культурный очаг;
εστία νόσου — очаг инфекции;
5) средоточие, центр;6) тех камера сгорания; 7) физ., перен. фокус; 8) столовая; 9) мед. очаг -
5 Εστία
η Веста, богиня домашнего очага -
6 εστία
[эстиа] ουσ в. очаг. -
7 εστιη
-
8 Εστιη...
-
9 ιστιη
-
10 Ιστιη
-
11 αθερμαντος
-
12 αικιζω
преимущ. med. дурно обращаться, притеснять(τινά Aesch., Xen., Isocr.)
ἀφικόμενος ἐδέθη καὴ ᾐκίσθη Lys. — когда он приехал, он был посажен в тюрьму и подвергнут истязаниям;εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς Arst. — подвергнуться избиению;αἰ. πᾶσαν φόβην ὕλης Soph. — (о буре) срывать всю листву с леса;ἑστία ᾐκισμένη Eur. — разрушенный домашний очаг;αἰκίσασθαί τινα τὰ ἔσχατα Xen. — подвергнуть кого-л. самым страшным насилиям -
13 ανδρωνιτις
-
14 αυτορριζος
Babr. αὐτόριζος 21) коренной, природный(ἑστία χθονός Eur.)
2) (вырванный) вместе с корнями(πεύκη Diod.)
-
15 βουθυτος
21) связанный с принесением в жертву быков(τιμαί, ἦμαρ Aesch.; ἡδονή, ἡμέρα Eur.)
2) предназначенный для жертвоприношения, жертвенный(ἑστία Soph.; ἐσχάρα Arph.)
-
16 Δελφικος
-
17 δορυξενος
I2состоящий в боевом союзе, дружественный, союзный(δόμοι Aesch.; ἑστία Soph.)
IIὅ боевой товарищ, союзник(ὅ μέγιστος δορυξένων Soph.; ἐκ δορυαλώτου δ. προσαγορευόμενος Plut.)
-
18 δωματιτις
-
19 ενσειω
1) (куда-л.) бросать, метать(βέλος κεραυνοῦ Soph.)
2) (куда-л.) бросать, толкать, ввергать(τινὰ ἀγρίαις ὁδοῖς Soph. - in tmesi; εἰς βάραθρόν τινα Plut. и ἑαυτόν Luc.; τέν πόλιν εἰς τὸν πόλεμον Plat.)
δι΄ ὤτων κέλαδον ἐνσείσας πώλοις Soph. — свистнув на лошадей;ἐ. ἑαυτὸν τῇ ἑστίᾳ Luc. — повалиться на очаг3) вовлекать, втягивать(τινὰ εἰς τὸν πότον Plut.)
4) бросаться, устремляться(ταῖς ναυσί и εἰς τὰς ναῦς Diod.; τῷ λόχῳ τῶν Θηβαίων Plut.)
-
20 Μοψου
ἑστία и Μόψου πόλις ἥ Град Мопса ( город в Киликии) Anth.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἑστία — ἑστίᾱ , ἕστιος of the fem nom/voc/acc dual ἑστίᾱ , ἕστιος of the fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱ , ἑστία hearth of a house fem nom/voc/acc dual ἑστίᾱ , ἑστία hearth of a house fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱ , ἑστιάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστίᾳ — ἑστίᾱͅ , ἕστιος of the fem dat sg (attic doric aeolic) ἑστίαι , ἑστία hearth of a house fem nom/voc pl ἑστίᾱͅ , ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστία — εστία, η και στια, η 1. το μέρος του δωματίου όπου ανάβεται η φωτιά, η γωνιά, το τζάκι. 2. κατοικία, σπίτι, τόπος διαμονής: Πολλοί άνθρωποι διώχτηκαν από τις εστίες τους με τα πολεμικά γεγονότα. 3. μτφ., σημείο, τόπος όπου εκδηλώνεται κάτι απ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἑστία — Ἑστίᾱ , Ἑστία hearth of a house fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑστίᾳ — Ἑστίᾱͅ , Ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
ἑστιᾷ — ἑστιάω receive at one s hearth pres subj mp 2nd sg ἑστιάω receive at one s hearth pres ind mp 2nd sg (epic) ἑστιάω receive at one s hearth pres subj act 3rd sg ἑστιάω receive at one s hearth pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηπειρωτική Εστία — Τριμηναίο περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1950 στα Ιωάννινα από τους Μ. Μάνο και Δ. Κόκκινο. Το περιοδικό βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών … Dictionary of Greek
Νέα Εστία — Δεκαπενθήμερο λογοτεχνικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1927 από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, ο οποίος και διατέλεσε διευθυντής του ως το 1935. Από τότε διευθύνεται από τον Πέτρο Χάρη. Το περιοδικό δημοσιεύει λογοτεχνικές εργασίες και μελέτες σχετικές με την … Dictionary of Greek
ἑστίας — ἑστίᾱς , ἕστιος of the fem acc pl ἑστίᾱς , ἕστιος of the fem gen sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱς , ἑστία hearth of a house fem acc pl ἑστίᾱς , ἑστία hearth of a house fem gen sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱς , ἑστιάω receive at one s hearth… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιάσει — ἑστιά̱σει , ἑστίασις feasting fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἑστιά̱σεϊ , ἑστίασις feasting fem dat sg (epic) ἑστιά̱σει , ἑστίασις feasting fem dat sg (attic ionic) ἑστιά̱σει , ἑστιάω receive at one s hearth aor subj act 3rd sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)