-
1 Γλαυκος
ὅ Главк1) ὅ Πόντιος беотийский бог рыбаков и мореходов Eur., Arst.2) сын Сизифа, отец Беллерофонта Hom.3) сын Гипполоха, внук Беллерофонта, союзник Приама Hom.4) уроженец Хиоса, искусный ваятель и литейщик нач. V в. до н.э. Her.οὐχ ἥ Γλαύκου τέχνη погов. Plat. — это не искусство Главка, т.е. не бог весть какое хитрое дело;
ср. «не боги горшки обжигают» -
2 εστια
ион. ἱστίη, дор. ἑστίη ἥ1) домашний очаг ( где находились домашний жертвенник и изображения семейных богов)ἡ δορύξενος ἑ. Soph. — гостеприимный очаг;
ἐπὴ τέν ἑστίαν καθίζεσθαι Thuc. — сесть у домашнего очага;ἱστίας (ион. = ἑστίας) ἐπιορκεῖν Her. — ложно клясться домашними богами;μὰ τέν πατρῴαν ἐστίαν! Soph. — клянусь очагом отчего дома!2) семейный очаг, родной домγυναῖκας ἔχων δύο, διξὰς ἱοτίας οἴκεε Her. — (Александрия), имея двух жен, жил на два дома
3) перен. обиталище(παντοδαπῶν ζῴων Arst.)
χθόνιος ἑ. πατρός Soph. — подземное жилище, т.е. могила отца4) семья, семейство(αἱ ὀγδώκοντα ἱστίαι Her.; ἑστίας ἄμοιρος Xen.)
5) род, потомство(Γλαύκου Her.)
6) жертвенник, алтарь, святилище(βούθυτος Soph.)
ἑ. βουλαία Aeschin. — алтарь в βουλή;γᾶς μεσόμφαλος ἑ. Eur. — срединное святилище земли, т.е. алтарь Аполлона в Дельфах;ἥ κοιντέ ἑ. Arst., Polyb., Plut.; — общий алтарь (служивший местом собраний пританеев, убежищем для искавших защиты и пр.)7) центр, средоточие(ἑ. καὴ μητρόπολις Diod.; перен. ἑ. ἤθους Plut.)
ἀφ΄ ἑστίας ἄρχεσθαι погов. Arph., Plat.; — начинать с середины, т.е. с главного -
3 ποιημα
- ατος τό1) изделие(ποιήματα χρύσεα Her.; ποιήματα ἀργύρεα Luc.)
2) произведение, творение(Γλαύκου τοῦ Χίου Her.; sc. Δαιδάλου Plat.)
3) сочинение, вымысел(ἐραστοῦ Plat.)
4) стихотворение, поэмаπ. Κρόνῳ συγκείμενον Plat. — стихи в честь Крона
5) дело, действие, деяние(εἴτε ποιήματα εἴτε παθήματα Plat.)
См. также в других словарях:
γλαυκοῦ — γλαυκός gleaming masc/neut gen sg γλαυκόω dye blue grey pres imperat mp 2nd sg γλαυκόω dye blue grey imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γλαύκου — Γλαύκος masc gen sg Γλαύ̱κου , Γλαῦκος fish of grey colour masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαύκου — γλαῦκος fish of grey colour masc gen sg γλαυκόω dye blue grey pres imperat act 2nd sg γλαυκόω dye blue grey imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
Alexandros (Satyrspieldichter) — Alexandros, Sohn des Glaukos, von Tanagra (Ἀλέξανδρος Γλαύκου Ταναγραῖος) war ein griechischer Dichter von Satyrspielen. Er wird auf einer Inschrift von Tanagra als Sieger bei den Serapis Festspielen genannt. Literatur Albrecht Dieterich:… … Deutsch Wikipedia
GLAUCUS — I. GLAUCUS Antenoris Troiani fil. ab Agamemnone interfectus, Dictys Cretensis. II. GLAUCUS Carystius, pugil es Euboea, qui ex aratro in Olympia productus saepe vicit. III. GLAUCUS Chius, primus ferri glutinum invenit. Eutropius, Euseb. Chron.… … Hofmann J. Lexicon universale
αγριόδεντρο — Κοινή ονομασία του φυτού γλαύκιο το ξανθό της οικογένειας των παπαβεριδών. Είναι διετής πόα, λεία, ύψους 30 70 εκ., με φύλλα γλαυκού χρώματος και άνθη μεγάλα, χρυσοκίτρινα. Ο καρπός της είναι κάψα, λεία, στενή και μακριά. Είναι αυτοφυής σε εδάφη… … Dictionary of Greek
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαυκότητα — η (Α γλαυκότης) [γλαυκός] η ιδιότητα τού γλαυκού χρώματος … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Αλκιμένης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Γλαύκου, αδελφός του Βελλερεφόντη, τον οποίο σκότωσε κατά λάθος στο Άργος. 2. Γιος του Ιάσονα και της Μήδειας, δίδυμος αδελφός του Θεσσαλού. Μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Τίσανδρο σκοτώθηκε … Dictionary of Greek