Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ερασιτέχνης

См. также в других словарях:

  • ερασιτέχνης — ο, θηλ. ερασιτέχνις 1. αυτός που. αγαπάει την τέχνη, ο φιλότεχνος 2. εκείνος που ασχολείται από αγάπη και ενδιαφέρον, όχι επαγγελματικά με τέχνη, επιστήμη, άθλημα, εργασία κ.λπ. («ερασιτέχνης φωτογράφος, ερασιτέχνης ζωγράφος, ερασιτέχνης δύτης» κ …   Dictionary of Greek

  • ερασιτέχνης — ο θηλ. ερασιτέχνιδα 1. αυτός που αγαπά την τέχνη, ο φιλότεχνος. 2. αυτός που καταγίνεται με κάτι πάρεργα (όχι επαγγελματικά): Ερασιτέχνης ζωγράφος. – Eρασιτέχνης ψαράς κτλ. 3. (ειρωνικά), αυτός που από ανικανότητα δεν ασκεί σωστά το επάγγελμά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διλετάντης — και ντιλετάντης, ο ερασιτέχνης (κυρίως σε θέματα τέχνης και αρχαιολογίας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. dilettante «ερασιτέχνης στην τέχνη» μτχ. τού dilettare λατ. delectare «τέρπω, ευφραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • βοτανολόγος — ο ο επιστήμονας ή ερασιτέχνης συλλέκτης βοτάνων …   Dictionary of Greek

  • γελοιογράφος — ο ο καλλιτέχνης ή ερασιτέχνης που ασχολείται με τη γελοιογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γελοίος + γράφος < γράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στο περιοδικό Ν. Πανδώρα από τον Φωκίονα] …   Dictionary of Greek

  • δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… …   Dictionary of Greek

  • ερασιτεχνία — η [ερασιτέχνης] η ιδιότητα τού ερασιτέχνη …   Dictionary of Greek

  • ερασιτεχνισμός — ο [ερασιτέχνης] η ερασιτεχνία …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»