-
1 φιλότεχνος
[филотэхнос] яг. мастрерской, искусный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φιλότεχνος
-
2 любитель
любитель м о φιλότεχνος· ο ερασιτέχνης (не профессионал) \любитель музыки о φιλόμουσος* рыболов- \любитель о ερασιτέχνης ψαράς* * *мο φιλότεχνος; ο ερασιτέχνης ( не профессионал)люби́тель му́зыки — ο φιλόμουσος
рыболо́в-люби́тель — ο ερασιτέχνης ψαράς
-
3 оформитель
-я α.-ница, -ы θ.διακοσμητή?) -ητρια, φιλότεχνος, αυτός που φιλοτεχνεί.
См. также в других словарях:
φιλότεχνος — fond of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότεχνος — η, ο / φιλότεχνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αγαπά την τέχνη και, ιδίως, τις καλές τέχνες (α. «πολλοί φιλότεχνοι επισκέφθηκαν την έκθεση ζωγραφικής» β. «οἱ κύκλοι τῶν φιλοτέχνων», Πλούτ.) 2. αυτός που κατασκευάζει ή επεξεργάζεται κάτι με επιμέλεια και … Dictionary of Greek
φιλότεχνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αγαπάει την τέχνη, ο φίλος των καλών τεχνών: Στην έκθεση ζωγραφικής υπήρχαν πολλοί φιλότεχνοι. 2. ο φιλόκαλος τεχνίτης, αυτός που κατασκευάζει κάτι με επιμέλεια, με επιδεξιότητα, με φιλοτεχνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοτεχνότατον — φιλότεχνος fond of masc acc superl sg φιλότεχνος fond of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέχνως — φιλότεχνος fond of adverbial φιλότεχνος fond of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότεχνον — φιλότεχνος fond of masc/fem acc sg φιλότεχνος fond of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέχνοις — φιλότεχνος fond of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέχνου — φιλότεχνος fond of masc/fem/neut gen sg φιλοτέχνης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέχνους — φιλότεχνος fond of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέχνων — φιλότεχνος fond of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέχνῳ — φιλότεχνος fond of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)