Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

επιστημονικός

  • 21 научный

    [ναούτσνυϊ] επ επιστημονικός

    Русско-эллинский словарь > научный

  • 22 звание

    ουδ.
    1. τίτλος•

    звание героя Советского Союза τίτλος του ήρωα της Σοβιετικης Ενωσης•

    ученное звание επιστημονικός τίτλος•

    почтное звание τιμητικός τίτλος•

    графское звание ο τίτλος του κόμη•

    княжеское звание ο τίτλος του πρίγκιπα.

    || βαθμός, αξίωμα•

    воинское звание στρατίωτικός βαθμός ή υπηρεσιακή θέση.

    2. παλ. όνομα, ονομασία.
    3. κοινωνικό στρώμα, κοινωνική κατάσταση•

    мещанское звание μικροαστικό στρώμα•

    духовное звание κλήρος, ιερατείο•

    низкое звание κατώτερο κοινωνικό στρώμα•

    люди всякого -я άνθρωποι όλων των σίρωμάτων.

    εκφρ.
    одно осталось – (απλ.) μόνο το όνομα απόμεινε (χάθηκε η αίγλη κ.τ.τ.)• и -я нет ούτε το όνομα δεν έμεινε (εξαφανίστηκε εντελώς).

    Большой русско-греческий словарь > звание

  • 23 квази

    πρώτο συνθετικό: κατ όνομα, δήθεν, φαινομενικά, ψευτο...• квазинаучный δήθεν επιστημονικός•

    квазиреволюционный ψευτοεπαναστατικός.

    Большой русско-греческий словарь > квази

  • 24 коммунизм

    α.
    κομμουνισμός•

    первобытный коммунизм πρωτόγονος κομμουνισμός•

    военный κομμουνισμός σε καιρό πολέμου•

    научный коммунизм επιστημονικός κομμουνισμός.

    Большой русско-греческий словарь > коммунизм

  • 25 магистр

    α.
    1. μάγιστρος (τίτλος επιστημονικός).
    2. τίτλος αρχηγού μοναχικού ή ιπποτικού τάγματος.

    Большой русско-греческий словарь > магистр

  • 26 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 27 наукообразный

    επ., -зен, -зна, -зно., επιστημονικός•.ο κατά επιστημονικό τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > наукообразный

  • 28 научно-популярный

    επ.
    επιστημονικός-εκλαικευτικός•

    -ая литература επιστημονική-εκλαικευτική λογοτεχνία.

    Большой русско-греческий словарь > научно-популярный

  • 29 научный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    επιστημονικός, της επιστήμης•

    -ое открытие επιστημονική ανακάλυψη•

    -ая деятельность επιστημονική δραστηριότητα ή δράση•

    -ые про-изведния επιστημονικά έργα•

    -ое обоснование επιστημονική στήριξη.

    Большой русско-греческий словарь > научный

  • 30 начало

    α.
    1. αρχή•

    начало пути αρχή του δρόμου•

    начало и конец αρχή και τέλος•

    брать начало αρχίζω.

    2. έναρξη, ξεκίνημα•

    начало учебного года αρχή της εκπαιδευτικής χρονιάς•

    в начале поприща στην αρχή της σταδιοδρομίας•

    начало спектакля έναρξη θεάματος.

    3. βάση, θεμελιώδης αρχή•

    социалистическое начало η αρχή του σοσιαλισμού•

    коммунистическое начало η αρχή του κομμουνισμού•

    начало равенства αρχή της ισότητας•

    на коллективных -ах σε κολλεχτιβίστικες αρχές.

    4. πλθ. -а τα πρώτα στοχεία, οι βάσεις, θεμελιώδεις αρχές•

    -а химии θεμελιώδεις αρχές της χημείας.

    5. αιτία•

    праздность -всех зол αργία μήτηρ πάσης κακίας.

    6. παλ. κανόνας, επιστημονικός νόμος, αρχή•

    первое - Ньютона η πρώτη αρχή του Νεύτωνα.

    εκφρ.
    в симом -е – στην αρχή-αρχή, αρχικά•
    с самого -а – στην αρχή, ευθύς εξ αρχής•
    с -а пятого, – αμέσως μετά τις τέσσερις η ώρα•
    доброе начало – половина делаπαρμ. η αρχή είναι το ήμισυ παντός•
    под -ом – υπο τις διαταγές•
    по -у – από την αρχή, εξ αρχής.

    Большой русско-греческий словарь > начало

  • 31 ненаучный

    επ.
    αν(τ)επιστημονικός.

    Большой русско-греческий словарь > ненаучный

  • 32 общественность

    θ.
    1. η κοινωνία, το κοινόν, ο κόσμος•

    научная общественность ο επιστημονικός κόσμος•

    греческая общественность το ελληνικό κοινό.

    || οι κοινωνικές οργανώσεις.
    2. παλ. η κοινωνική ζωή. || κοινωνικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > общественность

  • 33 сотрудник

    α. -ца, -ы θ.
    συνεργάτης, -ισσα•

    мой сотрудник ο συνεργάτης μου•

    сотрудник журнала συνεργάτης περιοδικού•

    научный сотрудник επιστημονικός συνεργάτης.

    || δημόσιος υπάλληλος.

    Большой русско-греческий словарь > сотрудник

  • 34 социализм

    α.
    σοσιαλισμός, κοινοκτημοσύνη. || κοινωνικό σύστημα•

    научный социализм επιστημονικός σοσιαλισμός.

    Большой русско-греческий словарь > социализм

  • 35 степень

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. βαθμός•

    степень родства βαθμός συγγένειας•

    в высшей -и στον ανώτατο βαθμό.в слабойстепеньи σε αδύνατο (χαμηλό) βαθμό•

    в равнойстепеньи σε ίσο βαθμό•

    в достаточнойстепеньи σε αρκετό βαθμό•

    в значительнойстепеньи σε σημαντικό βαθμό•

    до последней -и ως τον τελευταίο βαθμό•

    до (ή в) известнойстепеньи ως ένα βαθμό•

    ни в какой ή в малейшей -и καθόλου, ποσώς, ολωσδιόλου.

    2. κατηγορία, τάξη•

    орден второй -и παράσημο δεύτερης τάξης.

    || στάδιο, βαθμός.
    3. παλ. επίπεδο•

    спуститься на степень хулигана κατέρχομαι στο επίπεδο του χούλιγκανς.

    4. βαθμός υπηρεσιακός.
    5. τίτλος•

    учная степень επιστημονικός τίτλος•

    докторская степень ο τίτλος του διδάκτορα.

    6. (μαθ.) δύναμη•

    возвести восемь в пятую степень υψώνωτο οχτώ στην πέμπτη δύναμη.

    7. (γραμμ.) положительная степень θετικός βαθμός•

    сравнительная συγκριτικός βαθμός•

    превосходная степень υπερθετικός βαθμός•степеньи сравнения παραθετικά των επ ι θετών.

    Большой русско-греческий словарь > степень

См. также в других словарях:

  • ἐπιστημονικός — capable of knowledge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστημονικός — ή, ό (AM ἐπιστημονικός, ή, όν) [επιστήμων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που ακολουθεί τους όρους τής επιστήμης («επιστημονική έρευνα, συζήτηση», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική ἀπόδειξις») αρχ. ο ικανός να κατέχει την… …   Dictionary of Greek

  • επιστημονικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που γίνεται με επιστήμη: Επιστημονική έρευνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσμοχημεία — Επιστημονικός όρος, με τον οποίο δηλώνεται οτιδήποτε έχει σχέση με τη χημεία, όταν το πεδίο έρευνάς της είναι ο κοσμικός χώρος και τα ουράνια σώματα. Είναι αντίστοιχη με τη γεωχημεία, το πεδίο έρευνας της οποίας είναι η Γη. Η κ. μελετά τη χημική… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιστημονικά — ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc pl ἐπιστημονικά̱ , ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc/acc dual ἐπιστημονικά̱ , ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστημονικώτερον — ἐπιστημονικός capable of knowledge adverbial comp ἐπιστημονικός capable of knowledge masc acc comp sg ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστοφυσική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τα φυσικά φαινόμενα που συμβάλλουν στη σύσταση των ιστών και στις εκδηλώσεις των ζωικών δραστηριοτήτων τους. Ο επιστημονικός κλάδος που μελετά τις μορφολειτουργικές σχέσεις των ιστών ονομάζεται ιστοφυσιολογία και… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιστημονικωτάτων — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen superl pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστημονικωτέρων — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen comp pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστημονικῶν — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστημονικόν — ἐπιστημονικός capable of knowledge masc acc sg ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»