-
21 научный
[ναούτσνυϊ] επ επιστημονικός -
22 звание
-я ουδ.1. τίτλος•звание героя Советского Союза τίτλος του ήρωα της Σοβιετικης Ενωσης•
ученное звание επιστημονικός τίτλος•
почтное звание τιμητικός τίτλος•
графское звание ο τίτλος του κόμη•
княжеское звание ο τίτλος του πρίγκιπα.
|| βαθμός, αξίωμα•воинское звание στρατίωτικός βαθμός ή υπηρεσιακή θέση.
2. παλ. όνομα, ονομασία.3. κοινωνικό στρώμα, κοινωνική κατάσταση•мещанское звание μικροαστικό στρώμα•
духовное звание κλήρος, ιερατείο•
низкое звание κατώτερο κοινωνικό στρώμα•
люди всякого -я άνθρωποι όλων των σίρωμάτων.
εκφρ.одно осталось – (απλ.) μόνο το όνομα απόμεινε (χάθηκε η αίγλη κ.τ.τ.)• и -я нет ούτε το όνομα δεν έμεινε (εξαφανίστηκε εντελώς). -
23 квази
πρώτο συνθετικό: κατ όνομα, δήθεν, φαινομενικά, ψευτο...• квазинаучный δήθεν επιστημονικός•квазиреволюционный ψευτοεπαναστατικός.
-
24 коммунизм
-а α.κομμουνισμός•первобытный коммунизм πρωτόγονος κομμουνισμός•
военный κομμουνισμός σε καιρό πολέμου•
научный коммунизм επιστημονικός κομμουνισμός.
-
25 магистр
-а α.1. μάγιστρος (τίτλος επιστημονικός).2. τίτλος αρχηγού μοναχικού ή ιπποτικού τάγματος. -
26 мир
мир 1-а, πλθ. -ы α.1. ο κόσμος, το σύμπαν•происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•
весь мир όλος ο κόσμος•
миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.
2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.4. κοινωνία•античный мир ο αρχαίος κόσμος•
капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•
социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.
|| τάξη, κοινωνικό σύστημα•старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.
5. σφαίρα ζωής•животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•
растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•
духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.
|| κύκλος (ανθρώπων)•мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.
6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•
жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).
εκφρ.всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•пойти (ходить, идти – κ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).мир 2-а α.1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•жить в -е ζω ειρηνικά•
нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•
мир души ψυχική γαλήνη•
борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•
мир народам! ειρήνη στους λαούς!•
прочный мир σταθερή ειρήνη•
оплот -а προπύργιο της ειρήνης•
мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).
2. συνθήκη, συμφωνία•заключить мир κλείνω ειρήνη•
подписать мир υπογράφω ειρήνη•
переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.
3. ησυχία•я хочу мир θέλω ησυχία.
εκφρ.мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•мир дому сему – παλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον). -
27 наукообразный
επ., -зен, -зна, -зно., επιστημονικός•.ο κατά επιστημονικό τρόπο. -
28 научно-популярный
επ.επιστημονικός-εκλαικευτικός•-ая литература επιστημονική-εκλαικευτική λογοτεχνία.
-
29 научный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноεπιστημονικός, της επιστήμης•-ое открытие επιστημονική ανακάλυψη•
-ая деятельность επιστημονική δραστηριότητα ή δράση•
-ые про-изведния επιστημονικά έργα•
-ое обоснование επιστημονική στήριξη.
-
30 начало
-а α.1. αρχή•начало пути αρχή του δρόμου•
начало и конец αρχή και τέλος•
брать начало αρχίζω.
2. έναρξη, ξεκίνημα•начало учебного года αρχή της εκπαιδευτικής χρονιάς•
в начале поприща στην αρχή της σταδιοδρομίας•
начало спектакля έναρξη θεάματος.
3. βάση, θεμελιώδης αρχή•социалистическое начало η αρχή του σοσιαλισμού•
коммунистическое начало η αρχή του κομμουνισμού•
начало равенства αρχή της ισότητας•
на коллективных -ах σε κολλεχτιβίστικες αρχές.
4. πλθ. -а τα πρώτα στοχεία, οι βάσεις, θεμελιώδεις αρχές•-а химии θεμελιώδεις αρχές της χημείας.
5. αιτία•праздность -всех зол αργία μήτηρ πάσης κακίας.
6. παλ. κανόνας, επιστημονικός νόμος, αρχή•первое - Ньютона η πρώτη αρχή του Νεύτωνα.
εκφρ.в симом -е – στην αρχή-αρχή, αρχικά•с самого -а – στην αρχή, ευθύς εξ αρχής•с -а пятого, – αμέσως μετά τις τέσσερις η ώρα•доброе начало – половина дела – παρμ. η αρχή είναι το ήμισυ παντός•под -ом – υπο τις διαταγές•по -у – από την αρχή, εξ αρχής. -
31 ненаучный
επ.αν(τ)επιστημονικός. -
32 общественность
-и θ.1. η κοινωνία, το κοινόν, ο κόσμος•научная общественность ο επιστημονικός κόσμος•
греческая общественность το ελληνικό κοινό.
|| οι κοινωνικές οργανώσεις.2. παλ. η κοινωνική ζωή. || κοινωνικότητα. -
33 сотрудник
-а α. -ца, -ы θ.συνεργάτης, -ισσα•мой сотрудник ο συνεργάτης μου•
сотрудник журнала συνεργάτης περιοδικού•
научный сотрудник επιστημονικός συνεργάτης.
|| δημόσιος υπάλληλος. -
34 социализм
-а α.σοσιαλισμός, κοινοκτημοσύνη. || κοινωνικό σύστημα•научный социализм επιστημονικός σοσιαλισμός.
-
35 степень
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. βαθμός•степень родства βαθμός συγγένειας•
в высшей -и στον ανώτατο βαθμό.в слабойстепеньи σε αδύνατο (χαμηλό) βαθμό•
в равнойстепеньи σε ίσο βαθμό•
в достаточнойстепеньи σε αρκετό βαθμό•
в значительнойстепеньи σε σημαντικό βαθμό•
до последней -и ως τον τελευταίο βαθμό•
до (ή в) известнойстепеньи ως ένα βαθμό•
ни в какой ή в малейшей -и καθόλου, ποσώς, ολωσδιόλου.
2. κατηγορία, τάξη•орден второй -и παράσημο δεύτερης τάξης.
|| στάδιο, βαθμός.3. παλ. επίπεδο•спуститься на степень хулигана κατέρχομαι στο επίπεδο του χούλιγκανς.
4. βαθμός υπηρεσιακός.5. τίτλος•учная степень επιστημονικός τίτλος•
докторская степень ο τίτλος του διδάκτορα.
6. (μαθ.) δύναμη•возвести восемь в пятую степень υψώνωτο οχτώ στην πέμπτη δύναμη.
7. (γραμμ.) положительная степень θετικός βαθμός•сравнительная συγκριτικός βαθμός•
превосходная степень υπερθετικός βαθμός•степеньи сравнения παραθετικά των επ ι θετών.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιστημονικός — capable of knowledge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστημονικός — ή, ό (AM ἐπιστημονικός, ή, όν) [επιστήμων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που ακολουθεί τους όρους τής επιστήμης («επιστημονική έρευνα, συζήτηση», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική ἀπόδειξις») αρχ. ο ικανός να κατέχει την… … Dictionary of Greek
επιστημονικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που γίνεται με επιστήμη: Επιστημονική έρευνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμοχημεία — Επιστημονικός όρος, με τον οποίο δηλώνεται οτιδήποτε έχει σχέση με τη χημεία, όταν το πεδίο έρευνάς της είναι ο κοσμικός χώρος και τα ουράνια σώματα. Είναι αντίστοιχη με τη γεωχημεία, το πεδίο έρευνας της οποίας είναι η Γη. Η κ. μελετά τη χημική… … Dictionary of Greek
ἐπιστημονικά — ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc pl ἐπιστημονικά̱ , ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc/acc dual ἐπιστημονικά̱ , ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικώτερον — ἐπιστημονικός capable of knowledge adverbial comp ἐπιστημονικός capable of knowledge masc acc comp sg ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστοφυσική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τα φυσικά φαινόμενα που συμβάλλουν στη σύσταση των ιστών και στις εκδηλώσεις των ζωικών δραστηριοτήτων τους. Ο επιστημονικός κλάδος που μελετά τις μορφολειτουργικές σχέσεις των ιστών ονομάζεται ιστοφυσιολογία και… … Dictionary of Greek
ἐπιστημονικωτάτων — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen superl pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικωτέρων — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen comp pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικῶν — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικόν — ἐπιστημονικός capable of knowledge masc acc sg ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)