-
1 επικιρνημι
-
2 ἐπικίρνημι
ἐπικίρνημι, [dialect] Ion. for ἐπικεράννυμι, Heraclit.All.35, Philum. ap. Orib.45.29.8:—[voice] Pass., ἐπικίρναται [ὁ κρητήρ] Hdt.1.51, Plu.2.270a, cf. Heraclit.All.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικίρνημι
-
3 ἐπικίρνημι
ἐπι - κίρνημι, aor. inf. ἐπικρῆσαι: mix in, add wine to water, Od. 7.164†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπικίρνημι
-
4 ἐπικρῆσαι
ἐπικρῆσαι: see ἐπικίρνημι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπικρῆσαι
См. также в других словарях:
επικίρνημι — ἐπικίρνημι και ἐπικιρνῶ έω, ιων. τ. τοὺ ἐπικεράννυμι* (Α) 1. ανακατεύω, αναμιγνύω 2. παθ. ἐπικίρναμαι γεμίζομαι με ανάμικτο κρασί («ἐπικέρναται [ὁ κρατήρ]», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίρνημι, ποιητ. τ. τού κεράννυμι «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek