Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπικεράννυμι

См. также в других словарях:

  • επικεράννυμι — ἐπικεράννυμι (Α) ανακατεύω και πάλι, για δεύτερη φορά («σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον οἶνον ἐπικρῆσαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεράννυμι «ανακατεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπικεραννύντα — ἐπικεράννυμι mix in addition pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπικεράννυμι mix in addition pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεραννύντων — ἐπικεράννυμι mix in addition pres part act masc/neut gen pl ἐπικεράννυμι mix in addition pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικερασάντων — ἐπικεράννυμι mix in addition aor part act masc/neut gen pl ἐπικεράννυμι mix in addition aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεράσαι — ἐπικεράννυμι mix in addition aor inf act ἐπικεράσαῑ , ἐπικεράννυμι mix in addition aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεράσαντα — ἐπικεράννυμι mix in addition aor part act neut nom/voc/acc pl ἐπικεράννυμι mix in addition aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεραννύναι — ἐπικεράννυμι mix in addition pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικερασθῆναι — ἐπικεράννυμι mix in addition aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικερασθέντος — ἐπικεράννυμι mix in addition aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικερασθέντων — ἐπικεράννυμι mix in addition aor part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεράσαιτο — ἐπικεράννυμι mix in addition aor opt mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»