Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εξαιρώ

  • 1 εξαιρώ

    [эксэро] р. исключать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξαιρώ

  • 2 исключить

    исключить εξαιρώ, διαγρά φω (удалить)* αποκλείω (не
    * * *
    εξαιρώ, διαγράφω ( удалить); αποκλείω ( не допускать)

    исключи́ть из соста́ва кома́нды — διαγράφω από την ομάδα

    Русско-греческий словарь > исключить

  • 3 запрещать

    1. (воспрещать) απαγορεύω 2. физ. εξαιρώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запрещать

  • 4 исключать

    1. (не включать, не допускать) αποκλείω, εξαιρώ 2. (удалять из состава) διαγράφω 3. (из организации, из учебного заведения) διαγράφω, αποβάλλω, διώχνω, εκδιώκω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исключать

  • 5 возвеличивать

    возвеличивать
    несов, возвеличить сов ἐξαίρω, ἐκθειάζω, ἐξυμνώ, ἐγκωμιάζω.

    Русско-новогреческий словарь > возвеличивать

  • 6 возносить

    возносить
    несов книжн. ἐξυψώνω, ἀνυψώνω, ἀνεβάζω, σηκώνω/ ἐξαίρω, ἐγκωμιάζω (восхвалять):
    \возносить до небес перен ирон. ἀνοψώνω (или ἀνεβάζω) στους οὐρανούς.

    Русско-новогреческий словарь > возносить

  • 7 изъять

    изъять
    сов, изымать несов ἀφαιρώ, ἀποσύρω, σηκώνω (καταθέσεις ἀπ' τήν τράπεζαν)/ ἐξαιρώ, κατάσχω (конфисковать).

    Русско-новогреческий словарь > изъять

  • 8 исключать

    исключ||ать
    несов ἀποκλείω, διαγράφω, ἐξαιρώ, βγάζω:
    \исключать из партии διαγράφω ἀπό τό κόμμα· не \исключатьена возможность, что... δέν ἀποκλείεται νά...

    Русско-новогреческий словарь > исключать

  • 9 опускать

    опускать
    несов
    1. κατεβάζω, χαμηλώνω (μετ.), ἀφήνω νά πέσει / ὑποστέλλω (флаг, парус)/ ξεσφίγγω, χαλαρώνω (поводья):
    \опускать глаза χαμηλώνω τό βλέμμα· \опускать голову κατεβάζω (или χαμηλώνω) τό κεφάλι μου· \опускать ру́ки а) κατεβάζω τά χέρια, б) перен παραλύω, χάνω τό κουράγιο μου· \опускать письмо ρίχνω τό γράμμα στό γραμματοκιβώτιο· \опускать занавес κλείνω τήν αὐλαία, κλείνω τό παραπέτασμα· \опускать в могилу βάζω στόν τάφο, ἐνταφιάζω·
    2. (откидывать) χαμηλώνω (μετ.), φέρω κάτω:
    \опускать воротник κατεβάζω τόν γιακά·
    3. (делать пропуск) παραλείπω, ἐξαιρώ:
    \опускать подробности в рассказе παραλείπω τίς λεπτομέρειες.

    Русско-новогреческий словарь > опускать

  • 10 отводить

    отводить
    несов
    1. (кого-л. куда-л.) ὀδηγῶ, προπέμπω, ξεπροβοδίζω/ ἀπάγω, ἀποκομίζω (уводить)/ συνοδεύω (сопровождать):
    \отводить детей домой φέρνω (или συνοδεύω) τά παιδιά στό σπίτι·
    2. (в сторону) (μβτα)στρέφω, ἐκτρέπω / παροχετεύω (воду):
    \отводить русло реки́ στρέφω τόν ροῦν τοῦ ποταμοῦ· \отводить уда́р ἀποκρούω κτύπημα·
    3. (отклонять, отвергать) ἀπορρίπτω, ἐξαιρώ/ δέν δέχομαι (кандидата и т. п.)·
    4. (землю, помещение) ὁρίζω, προσδιορίζω· ◊ \отводить ду́шу λέγω τόν πόνο μου· \отводить глаза кому́-л. ξεγελώ κάποιον я не мог отвести́ глаз δέν μπορούσα νά ξεκολλήσω τό βλέμμα μου.

    Русско-новогреческий словарь > отводить

  • 11 превознести

    превознести́
    сов, превозносить несов ἐξαίρω, ἐκθειάζω, ἐγκωμιάζω, ἐξυμνώ, ὑμνώ:
    \превознести кого́-л. до небес ἀνεβάζω κάποιον στους οὐρανούς.

    Русско-новогреческий словарь > превознести

  • 12 возвеличить

    -чу, -чишь, ρ.σ.μ. παλ. εξαίρω, μεγαλύνω, εξυψώνω, υπερυψώνω, εκθειάζω, αποθεώνω, ανεβάζω στα ουράνια.
    εξυψώνομαι, μεγαλύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > возвеличить

  • 13 восторгать

    ρ.δ.μ. ενθουσιάζω, εξαίρω, επαίρω.
    ενθουσιάζομαι, εξαίρομαι, επαύρομαι• αγαλλιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > восторгать

  • 14 дисквалифицировать

    -рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ. (γραπ. λόγος) εξαιρώ, αποκλείω, στερώ για ανικανότητα, αναξιότητα.
    εξαιρούμαι, αποκλείομαι, στερούμαι του δικαιώματος.

    Большой русско-греческий словарь > дисквалифицировать

  • 15 исключить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исключенный, βρ: -чей, -чена, -чено ρ.σ.μ.
    1. αποκλείω, εξαιρώ διαγράφω, σβήνω•

    я -ил возможность такого случая εγώ απέκλεισα τη δυνατότητα τέτοιας περίπτωσης•

    исключить из партии διαγράφω από το κόμμα.

    2. διώχνω, αποβάλλω•

    исключить ученика из школы αποβάλλω μαθητή από το σχολείο•

    не -чена возможность δεν αποκλείεται η δυνατότητα, είναι δυνατό.

    Большой русско-греческий словарь > исключить

  • 16 оттенить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.
    1. φωτοσκιάζω, ρίχνω σκιά.
    2. μτφ. ξεχωρίζω, υπογραμμίζω, εξαίρω.
    ξεχωρίζω, διακρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > оттенить

  • 17 превознести

    ρ.σ.μ. εξαίρω, εξυψώνω, εκθειάζω, υπερυψώνω υπέρ εγκωμιάζω, εξυμνώ,υ-περυμνώ.
    παλ. γίνομαι υπερήφανος, υψηλόφρονας, μεγαλόφρονας.

    Большой русско-греческий словарь > превознести

  • 18 упереть

    упру, упршь, παρλθ. χρ. упр
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. упрший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упртый, βρ: упрт
    -а, -о
    επιρ. μτχ. уперев κ. уперши ρ.σ.
    1. μ. στηρίζω, ακουμπώ•

    упереть ноги в землю στηρίζω τα πόδια στη γη•

    упереть руку в колено στηρίζω το χέρι στο γόνα.

    2. μ. μτφ. προσηλώνω, καρφώνω•

    упереть глаза в кого-л. καρφώνω τα μάτια σε κάποιον.

    3. μτφ. (απλ.) τονίζω, υπογραμμίζω, εξαίρω.
    4. βλ. παθ. φ. (5 ση•μ,.).
    5. μ. αποκομίζω, μεταφέρω μεγάλο βάρος.
    1. στηρίζομαι, ακουμπώ•

    упереть ногами в землю στηρίζομαι με τα πόδια στη γη.

    2. μτφ. (για μάτια, βλέμμα κ.τ.τ.) καρφώνω, προσηλώνω•

    упереть глазами в кого-Η, καρφώνω τα μάτια σε κάποιον.

    3. εκτείνομαι, φτάνω ως • τελειώνω.
    4. επιμένω•

    старик -рея на своём ο γέρος επέμενε στο δικό του (στη δική του γνώμη).

    5. (χυδ.) ξεκουμπίζομαι, αδειάζω τη γωνιά.
    εκφρ.
    упереть как бык или баран – επιμένω σαν το μουλάρι (πεισματικά).

    Большой русско-греческий словарь > упереть

См. также в других словарях:

  • ἐξαίρω — lift up pres subj act 1st sg ἐξαίρω lift up pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαίρω — εξαίρω, εξήρα βλ. πίν. 80 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξαιρώ — εξαιρώ, εξαίρεσα βλ. πίν. 76 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξαίρω — (AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω] υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές») νεοελλ. 1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως») 2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό) αρχ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… …   Dictionary of Greek

  • εξαίρω — εξάρθηκα, μτβ. 1. εξυψώνω ηθικά, εγκωμιάζω. 2. τονίζω ιδιαίτερα, δηλώνω με έμφαση: Εξαίρω τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσετε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαιρώ — εξαίρεσα, εξαιρέθηκα, εξαιρεμένος, μτβ.,1. αφαιρώ κάτι από ένα ή από πολλά, βγάζω από μέσα, αποσπώ: Εξαιρώ δόντι. 2. δε συνυπολογίζω σε κάτι, δεν περιλαμβάνω, αποκλείω: Οι παρόντες εξαιρούνται. 3. απαλλάσσω για ιδιαίτερους λόγους από κάποια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαιρῶ — ἐξαιρέω take out pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξαιρέω take out pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐξαιρέω take out pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξαιρέω take out pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαίρετον — ἐξαίρω lift up pres imperat act 2nd dual ἐξαίρω lift up pres ind act 3rd dual ἐξαίρω lift up pres ind act 2nd dual ἐξαίρω lift up imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) ἐξαιρετός removable masc/fem acc sg ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαίρῃ — ἐξαίρω lift up pres subj mp 2nd sg ἐξαίρω lift up pres ind mp 2nd sg ἐξαίρω lift up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηρμένα — ἐξαίρω lift up perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐξηρμένᾱ , ἐξαίρω lift up perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξηρμένᾱ , ἐξαίρω lift up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»