-
1 εισβολή
[изволи] ουσ. Θ. вторжение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εισβολή
-
2 вторжение
-
3 вторжение
-я ουδ.εισβολή, επιδρομή, αιφνίδια επίθεση•вторжение врага η εισβολή ταυ εχθρού.
-
4 агрессия
η εισβολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > агрессия
-
5 проникновение
η εισχώρηση, η διείσδυση, η εισβολή, глубокое - βαθειά -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проникновение
-
6 агрессия
агресс||ияж ἡ ἐπίθεση [-ις], ἡ ἐπιδρομή, ἡ είσβολή. -
7 вторжение
вторжениес ἡ είσβολή, ἡ ἐπιδρομή. -
8 набег
набегм ἡ ἐπιδρομή, ἡ εἰσβολή. -
9 нашествие
нашествиес ἡ εἰσβολή. -
10 вторжение
[φταρζένιιε] ουσ. β. εισβολή -
11 набег
[ναμπιέκ] ουσ. α επιδρομή, εισβολή -
12 нашатырный спирт:(χημ.) αμμωνία
[νασέστβιιε] ουσ. ο. εισβολήРусско-греческий новый словарь > нашатырный спирт:(χημ.) αμμωνία
-
13 нашествие
[νασέστβιιε] ουσ. ο. εισβολή -
14 вторжение
[φταρζένιιε] ουσ β. εισβολή -
15 набег
[ναμπιέκ] ουσ α επιδρομή, εισβολή -
16 нашатырный спирт: (χημ) αμμωνία
[νασέστβιιε] ουσ ο εισβολή -
17 нашествие
[νασέστβιιε] ουσ ο εισβολή -
18 агрессия
-и θ.επίθεση, εισβολή, επιδρομή. -
19 набег
-а α.επιδρομή• εισβολή, εισόρμηση. || επίσκεψη απροσδόκητη.εκφρ.с -а ή с -у – α) ολοταχώς, β) στα πεταχτά, στα γρήγορα. -
20 наезд
-а α.1. πρόσκρουση.2. επίσκεψη με μεταφορικό μέσο.επίρ. -ом, -ами κατά την άφιξη, αφίξεις.3. παλ. αιφνιδιαστική εισβολή ιππικού.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εἰσβολῇ — εἰσβολή inroad fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολή — inroad fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισβολή — Νομικός όρος που χρησιμοποιείται και ως όρος του ευρύτερου χώρου των κοινωνικών επιστημών. Στο ποινικό δίκαιο η λέξη ε. έχει πολλές ειδικές έννοιες. Γενικότερα σημαίνει την είσοδο σε χώρους, ιδιαίτερα όταν είναι προφυλαγμένοι με οποιονδήποτε… … Dictionary of Greek
εισβολή — η 1. εχθρική είσοδος σε κάποια χώρα, επιδρομή. 2. μτφ., ξαφνική εμφάνιση, απότομη έναρξη: Εισβολή πυρετού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσβολῆι — εἰσβολῇ , εἰσβολή inroad fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολαῖς — εἰσβολή inroad fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολαί — εἰσβολή inroad fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολῆς — εἰσβολή inroad fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολῇσι — εἰσβολή inroad fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολήν — εἰσβολή inroad fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολῶν — εἰσβολή inroad fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)