-
21 наездка
-и θ.1. αιφνίδια εισβολή ιππικού.2. συνήθισμα αλόγου στην ιππασία. -
22 налёт
-а α.1. εισόρμηση, επίθεση από τον αέρα. || επέλευση.2. επιδρομή•налёт авиации επιδρομή αεροπορίας.
|| βομβαρδισμός αιφνίδιος•артиллерийский налёт αιφνίδιος βομβαρδισμός πυροβολικού•
огневой налёт αιφνίδια πυρά.
3. αιφνίδια εισβολή, επιδρομή (ιδίως ιππικού). || ληστρική επιδρομή.4. λεπτό στρώμα (σκόνης κ.τ.τ.), κατακάθι, πάτινα. || ένδειξη, σημείο, σημάδι.5. (ιατρ.) επίχρησμα, ψευδο-μεμβράνα.εκφρ.с -ом (налету) – α) με όλη την ταχύτητα, β) μτφ. στα πεταχτά, πολύ γρήγορα, αμέσως. -
23 нашествие
-я ουδ.εισβολή, επιδρομή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εἰσβολῇ — εἰσβολή inroad fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολή — inroad fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισβολή — Νομικός όρος που χρησιμοποιείται και ως όρος του ευρύτερου χώρου των κοινωνικών επιστημών. Στο ποινικό δίκαιο η λέξη ε. έχει πολλές ειδικές έννοιες. Γενικότερα σημαίνει την είσοδο σε χώρους, ιδιαίτερα όταν είναι προφυλαγμένοι με οποιονδήποτε… … Dictionary of Greek
εισβολή — η 1. εχθρική είσοδος σε κάποια χώρα, επιδρομή. 2. μτφ., ξαφνική εμφάνιση, απότομη έναρξη: Εισβολή πυρετού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσβολῆι — εἰσβολῇ , εἰσβολή inroad fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολαῖς — εἰσβολή inroad fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολαί — εἰσβολή inroad fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολῆς — εἰσβολή inroad fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολῇσι — εἰσβολή inroad fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολήν — εἰσβολή inroad fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολῶν — εἰσβολή inroad fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)