Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εισβολή

  • 21 наездка

    θ.
    1. αιφνίδια εισβολή ιππικού.
    2. συνήθισμα αλόγου στην ιππασία.

    Большой русско-греческий словарь > наездка

  • 22 налёт

    α.
    1. εισόρμηση, επίθεση από τον αέρα. || επέλευση.
    2. επιδρομή•

    налёт авиации επιδρομή αεροπορίας.

    || βομβαρδισμός αιφνίδιος•

    артиллерийский налёт αιφνίδιος βομβαρδισμός πυροβολικού•

    огневой налёт αιφνίδια πυρά.

    3. αιφνίδια εισβολή, επιδρομή (ιδίως ιππικού). || ληστρική επιδρομή.
    4. λεπτό στρώμα (σκόνης κ.τ.τ.), κατακάθι, πάτινα. || ένδειξη, σημείο, σημάδι.
    5. (ιατρ.) επίχρησμα, ψευδο-μεμβράνα.
    εκφρ.
    с -ом (налету) – α) με όλη την ταχύτητα, β) μτφ. στα πεταχτά, πολύ γρήγορα, αμέσως.

    Большой русско-греческий словарь > налёт

  • 23 нашествие

    ουδ.
    εισβολή, επιδρομή.

    Большой русско-греческий словарь > нашествие

См. также в других словарях:

  • εἰσβολῇ — εἰσβολή inroad fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβολή — inroad fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισβολή — Νομικός όρος που χρησιμοποιείται και ως όρος του ευρύτερου χώρου των κοινωνικών επιστημών. Στο ποινικό δίκαιο η λέξη ε. έχει πολλές ειδικές έννοιες. Γενικότερα σημαίνει την είσοδο σε χώρους, ιδιαίτερα όταν είναι προφυλαγμένοι με οποιονδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • εισβολή — η 1. εχθρική είσοδος σε κάποια χώρα, επιδρομή. 2. μτφ., ξαφνική εμφάνιση, απότομη έναρξη: Εισβολή πυρετού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσβολῆι — εἰσβολῇ , εἰσβολή inroad fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβολαῖς — εἰσβολή inroad fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβολαί — εἰσβολή inroad fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβολῆς — εἰσβολή inroad fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβολῇσι — εἰσβολή inroad fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβολήν — εἰσβολή inroad fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβολῶν — εἰσβολή inroad fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»