-
1 σίγουρος
η, ο1) точный, определённый; безусловный, несомненный;σίγουρος θάνατος — верная смерть;
δεν είναι σίγουρο — это ещё неточно;
2) прочный, надёжный, верный; безопасный;σίγουρο μέσο — верное средство;
σίγουρο χέρι — верная рука;
σίγουρο κέρδος — верный выигрыш;
σίγουρη δουλιά — прибыльное, верное дело;
3) уверенный;τόχει γιά σίγουρο ότι... — он уверен, что...;
να είσθε σίγουρος — будьте уверены
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… … Dictionary of Greek
Αγία Λουκία — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Επίσημη ονομασία: Αγία Λουκία Έκταση: 616 τ. χλμ. Πληθυσμός: 160.145 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κάστρις (60.934 κάτ. το 1998)Στα ΝΑ βρίσκονται τα Μπαρμπάντος, Β και σε απόσταση 54 χλμ.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Αλεξανδρούπολης — Πρόκειται για ένα σύγχρονο εκκλησιαστικό μουσείο, για την οργάνωση του οποίου οι ειδικοί που το ανέλαβαν έθεσαν υψηλούς και πρωτοποριακούς γι’ αυτό το είδος μουσείων στόχους: να έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα, τα εκθέματά του να είναι κατανοητά και… … Dictionary of Greek
μεταπιάνω — και ματαπιάνω (Μ μεταπιάνω) 1. πιάνω ή παίρνω ξανά στα χέρια μου («από τότε που έπαθε καρδιακό επεισόδιο υποσχέθηκε να μη ματαπιάσει χαρτιά στα χέρια του») 2. (σχετικά με τέχνη ή επάγγελμα) ασχολούμαι ή καταγίνομαι πάλι με κάτι ή επιδίδομαι πάλι… … Dictionary of Greek
Καλύβας, Γεώργιος — (μέσα 15ου αι. – αρχές 16ου αι.). Λόγιος από την Κρήτη. Αφού έμεινε για αρκετό διάστημα στη Ρόδο μέχρι την κατάληψή της από τους Τούρκους (1522), επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου διετέλεσε ιερέας, δάσκαλος και καλλιγράφος. Είναι σίγουρο ότι… … Dictionary of Greek