-
1 σίγουρος
η, ο1) точный, определённый; безусловный, несомненный;σίγουρος θάνατος — верная смерть;
δεν είναι σίγουρο — это ещё неточно;
2) прочный, надёжный, верный; безопасный;σίγουρο μέσο — верное средство;
σίγουρο χέρι — верная рука;
σίγουρο κέρδος — верный выигрыш;
σίγουρη δουλιά — прибыльное, верное дело;
3) уверенный;τόχει γιά σίγουρο ότι... — он уверен, что...;
να είσθε σίγουρος — будьте уверены
-
2 σίγουρος
[сигурос] επ уверенный, определенный.
См. также в других словарях:
σίγουρος — Επώνυμο οικογένειας της Ζακύνθου, που καταγόταν από τους Νορμανδούς ιππότες της Γαλλίας de Segur. Απόγονοι της οικογένειας αυτής εγκαταστάθηκαν στην Απουλία και τη Ζάκυνθο. Γενάρχης του κλάδου της Ζακύνθου ήταν ο Νούκιος. 1. Δραγανίγος (1547… … Dictionary of Greek
σίγουρος — η, ο επίρρ. α 1. ασφαλής: Δε νιώθει σίγουρος. 2. βέβαιος: Δεν είναι σίγουρος για την επιτυχία του. – Δεν είμαι σίγουρος για την αλήθεια. 3. «στα σίγουρα», οπωσδήποτε· «το χω για σίγουρο», το θεωρώ βέβαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
βέβαιος — η, ο (AM βέβαιος, α, ον) 1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. (για πρόσωπο) σταθερός νεοελλ. (για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, το βεβαιότητα, σταθερότητα… … Dictionary of Greek
σιγουρεύω — Ν [σίγουρος] 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, σταθεροποιώ, εξασφαλίζω, διασφαλίζω («καλό είναι να σιγουρέψεις τα χρήματα σου βάζοντάς τα στην τράπεζα») 2. χαμηλώνω, χαλαρώνω τα πανιά ή τα σχοινιά πλοίου, σιγουράρω 3. μέσ. σιγουρεύομαι α) (για… … Dictionary of Greek
ασφαλής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς 1. ασάλευτος, σταθερός, ατράνταχτος, σίγουρος: Η θεμελίωση του κτιρίου δε φαίνεται πολύ ασφαλής. 2. ορθός, ακριβής, βέβαιος, αλάθευτος: Τα συμπεράσματα στα οποία έφθασες δεν μπορούν να θεωρηθούν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… … Dictionary of Greek
αβέβαιος — αία και αιη, ο (Α ἀβέβαιος, ον) [βέβαιος] 1. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος 2. ασαφής, άδηλος, ακαθόριστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αβέβαιο(ν) η αβεβαιότητα*. νεοελλ. αυτός που δεν είναι βέβαιος, σίγουρος για κάτι … Dictionary of Greek
αδίστακτος — και χτος, η, ο (AM ἀδίστακτος, ον) [διστάζω] αρχ. νεοελλ. αυτός που δεν διστάζει για κάτι, δεν έχει δισταγμούς ή αμφιβολίες, αποφασιστικός, ριψοκίνδυνος νεοελλ. αυτός που δεν έχει ηθικές αναστολές, ανενδοίαστος, στυγνός αρχ. αυτός για τον οποίο… … Dictionary of Greek
αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… … Dictionary of Greek