-
1 катер
η άκατος, το πλοιάριοбуксирный - ρυμούλκησης, το ρυμουλκόдежурный - του συναγερμού/της υπηρεσίας- на подводных крыльях - με υποβρύχια πτερύγια, το «δελφίνι»- εκδρομώνрейдовый - της ρά-δας, разг. η λάντζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > катер
-
2 многостопный
(о стихотворении) (στην ποίηση) (ο) πολυσύλλαβος μετρικός πό-δας/πους.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > многостопный
-
3 модный
модный μοντέρνος, της μό δας* \модный костюм το κοστούμι της μόδας* * *μοντέρνος, της μόδαςмо́дный костю́м — το κοστούμι της μόδας
-
4 горчичный
горчи́||чныйприл σιναποῦχος, τῆς μουστάρ-δας:\горчичныйчное семя ὁ σιναπόσπορος· \горчичныйч-ное масло τό σιναπέλαιο. -
5 факел
факелм ὁ πυρσός, ἡ δάδα, ἡ δάς, ὁ δαυλός -
6 привёртка
-и θ. (απλ.).1. στρίψιμο, βίδωμα.2. στερέωση.3. ελάττωση, μείωση, λιγόστεμα χαμήλωση με στρίψιμο (στρόφιγγας, β ί-δας κ.τ.τ.). -
7 траверсный
траверзныйεπ.της διαδοκί-δας, της εγκάρσιας δοκού.επ. (ναυτ. κ. αερπ.) του τραβέρσου, της αντιμονής•траверсный маршрут δρομολόγιο αντ ιμονής.
См. также в других словарях:
δας — δᾲς (δᾳδός), η (Α) η δαΐς, η δάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δαΐς] … Dictionary of Greek
δᾴς — δαίς 1 fire brand fem nom sg δαίς 3 fire brand fem nom sg δάϊς , δαίς 3 fire brand fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δᾷς — δαίς 1 fire brand fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… … Dictionary of Greek
δάδα — η (Α δαΐς, δαΐδος και αττ. δᾴς, δαδός) 1. δαυλός από δαδί 2. πυρσός, λαμπάδα νεοελλ. 1. σχίζα κλαδιού από δέντρο που έχει ρετσίνι (συνήθ. πεύκο), το δαδί 2. κάθε μέσο που μεταδίδει φως ή φωτιά 3. φωτιστικό πυροτέχνημα 4. κάθε μέσο φωτισμού ή… … Dictionary of Greek
ἐυκνήμιδας — ἐϋκνήμῑδας , ἐυκνήμις well greaved fem acc pl ἐϋκνήμῑδας , ἐυκνήμις well greaved masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Posseidon — Poséidon Pour les articles homonymes, voir Poséidon (homonymie). Dieu de l Artémision, bronze antique représentant peut être Poséidon … Wikipédia en Français
Poséidon — Pour les articles homonymes, voir Poséidon (homonymie). Poséidon tenant son trident, plaque corinthienne de Penteskouphia, 550 525 av. J. C., musée du Louvre … Wikipédia en Français
Poséïdon — Poséidon Pour les articles homonymes, voir Poséidon (homonymie). Dieu de l Artémision, bronze antique représentant peut être Poséidon … Wikipédia en Français
ДОМ — • Domus. I. Греческий дом. Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… … Реальный словарь классических древностей
AGENOR — I. AGENOR Antenoris fil. Homer. Il. 21. v. 579. Ω῾ς Α᾿ντην´ορος ις̔῾ὸς ἀγαυοῦ δῖος Α᾿γην´ωρ Οὐκ ἔθελεν φδ᾿γειν πρὶν πειρήσαιτ᾿ Α᾿χιλῆος. II. AGENOR Mitylenaeus, de Musicâ scripsit, teste Aristoxenô l. 2. Musices. Incertae aetatis. Vide Voss. de… … Hofmann J. Lexicon universale