-
1 модный
модный μοντέρνος, της μό δας* \модный костюм το κοστούμι της μόδας* * *μοντέρνος, της μόδαςмо́дный костю́м — το κοστούμι της μόδας
-
2 современный
современный 1) σύγχρονος, μοντέρνος; \современныйая литература η σύγχρονη φιλολογία; \современныйое положение η σύγχρονη κατάσταση 2) (теперешний) σημερινός, τωρινός* * *1) σύγχρονος, μοντέρνοςсовреме́нная литерату́ра — η σύγχρονη φιλολογία
совреме́нное положе́ние — η σύγχρονη κατάσταση
2) ( теперешний) σημερινός, τωρινός -
3 модный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. της μόδας•-ое платье φόρεμα της μόδας•
модный журнал περιοδικό της μόδας.
2. μοντέρνος•модный писатель μοντέρνος συγγραφέας•
-ая песенка μοντέρνο τραγουδάκι/.
-
4 новейший
-
5 от
I от (ото) 1) β рази. знач. από* εξαιτίας· я получилписьмо от родных έλαβα γράμμα από τους δικούς μου·это от меня не зависит αυτό δεν εξαρτάται από μένα· кто сидит справа (слева) от вас? ποιος κάθεται στα δεξιά (στ* αριστερά) σας; я в восторге от картины είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα 2) (при обознач. средства против чего-л.) για· дайте мне что-нибудь от головной боли δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο ◇ от всего сердца με όλη μου την καρδιά· от всей души μ' όλη μου την ψυχή II от новый) νέος· μοντέρνος \отая история η ιστορία των νέων χρόνων* * *1) в разн. знач. από; εξαιτίαςя получи́л письмо́ от родны́х — έλαβα γράμμα από τους δικούς μου
э́то от меня́ не зави́сит — αυτό δεν εξαρτάται από μένα
кто сиди́т спра́ва (сле́ва) от вас? — ποιος κάθεται στα δεξιά (στ’ αριστερά) σας
я в восто́рге от карти́ны — είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα
2) (при обознач. средства против чего-л.) γιαда́йте мне что́-нибудь от головно́й боли — δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο
••от всего́ се́рдца — με όλη μου την καρδιά
от всей души́ — μ'ολη μου την ψυχή
-
6 новаторский
новатор||скийприл καινοτόμος, μοντέρνος:\новаторскийские способы производства οἱ μοντέρνοι τρόποι παραγωγής· \новаторскийские предложения οἱ προτάσεις τοῦ καινοτόμου. -
7 новейший
новейш||ий(превосх. ст. от новый) μοντέρνος, τελευταίος, ὁ πιό πρόσφατος:\новейшийая физика ἡ μοντέρνα φυσική. -
8 новый
но́в||ыйприл1. νέος καινούρ(γ)ιος / πρόσφατος (недавний):\новый костюм ἡ καινούρια φορεσιά· \новый дом τό νεόκτιστο σπίτι· \новыйое открытие ἡ νέα ἀνακάλυψη, ἡ νέα ἐφεύρεση· это чго́-то \новыйсе αὐτό εἶναι κάτι τό καινούργιο· \новый номер журнала τό νέο τεῦχος περιοδικού· Новый год τό Νέον ἐτος, ἡ πρωτοχρονιά· что \новыйого? τί νέα;, τί νεώτερα;· ничего́ \новыйого τίποτε τό νεώτερο·2. (современный) νέος, μοντέρνος, σύγχρονος· ◊ вписать \новыйую страницу в науку γράφω νέα σελίδα στήν ἐπιστήμη· \новыйая история ἡ ἰστορία τῶν νέων χρόνων \новый завет рел. ἡ Καινή Διαθήκη. -
9 современный
современн||ыйприл в разн. знач. σύγχρονος, σημερινός:\современныйая литерату́ра ἡ σύγχρονη λογοτεχνία· \современныйое положение ἡ σημερινή κατάσταση· \современныйая техника́ ἡ σύγχρονος τεχνική, ἡ μοντέρνα τεχνική:быть \современныйым εἶμαι σύγχρονος, εἶμαι μοντέρνος. -
10 стильный
стиль||ныйприл σέ ὠρισμένο στυλ/ μοντέρνος (модный). -
11 новейший
[ναβιέϊσυϊ] εκ μοντέρνος -
12 стильный
[στιλ'νυΐ] εκ. μοντέρνος, σε ορισμένο στυλ -
13 новейший
[ναβιέϊσυϊ] εκ μοντέρνος -
14 стильный
[στιλ'νυϊ] επ μοντέρνος, σε ορισμένο στυλ -
15 новый
επ., βρ: нов-а, -о; новейший.1. νέος, καινούριος•новый дом καινούριο σπίτι•новыйое платье καινούριο φόρεμα•
-ое издание νέα έκδοση•
-ые знакомства καινούριες γνωριμίες•
новый учитель καινούριος δάσκαλος (στη θέση του προηγούμενου)•
-ые времена νέοι καιροί•
-ая жизнь νέα ζωή•
новый картофель πατάτες νέας σοδειάς•
-ая история ιστορία νεοτέρων χρόνων•
-ые лица καινούρια πρόσωπα (άνθρωποι).
2. πρόσφατος, τελευταίος•-ые события τελευταία γεγονότα•
что -ого? τι το νεότερο;•
ни-чегб -ого τίποτε το νεότερο.
3. άγνωστος μέχρι τώρα•-ые впечатления νέες εντυπώσεις•
я видел -ое животное είδα καινούριο ζώο.
4. μοντέρνος, σύγχρονος•новый фасон καινούριο μοντέλο (κόψιμο).
5. ουσ. ουδ. -ое το νέο, το καινούριο•борьба -ого со старым αγώνας του καιγούριου με το παλαιό.
εκφρ.новый завет – η Καινή Διαθήκη•новый стиль – καινούριο ημερολόγιο•- ая -экономическая политика – νέα οικονομική πολιτική•вот (ещё) -ое дело! – να κι ένα καινούριο! (που δεν το περιμέναμε). -
16 стильный
επ., βρ: стилен, -льна, -льно.1. με στυλ,που έχει στυλ.2. ασυνήθιστα μοντέρνος, εξεζητημένος• παρατραβηγμένης, παράξενης μόδας, στυλ. -
17 фасонистый
επ. βρ: -нист, -а, -о (απλ.) με σχέδιο, μοντέρνος. || κομψός. -
18 фешенебельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноμοντέρνος, της μόδας, του συρμού, των σύγχρονων απαιτήσεων.
См. также в других словарях:
μοντέρνος — α, ο 1. αυτός που ακολουθεί πιστά τη μόδα και κάθε είδους νεωτερισμό 2. αυτός που είναι ή γίνεται σύμφωνα με τη μόδα, νεωτεριστικός 3. αυτός που έχει σύγχρονες αντιλήψεις 4. φρ. «μοντέρνα τέχνη» η τέχνη που τείνει προς την υπέρβαση τής παράδοσης… … Dictionary of Greek
μοντέρνος — α, ο αυτός που ακολουθεί τη μόδα, ο νεωτεριστικός: Φοράει πάντα μοντέρνα ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοντερνίζω — [μοντέρνος] ακολουθώ τη μόδα, νεωτερίζω … Dictionary of Greek
βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… … Dictionary of Greek
καμβέρα — και καμπέρα, ἡ ποικιλία σίτου μαλακού χωρίς άγανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Camberra, περιοχή τής Αυστραλίας. Ο τ. καμδέρα αντί καμπέρα κατά υπεραστισμό / υπερδιόρθωση (πρβλ. μοδέρνος αντί μοντέρνος)] … Dictionary of Greek
καπαρντίνα — και καμπαρντίνα και καπαρτίνα και καπαρδίνα και γκαμπαρντίνα, η 1. αδρό ύφασμα, χωρίς χνούδι, σχεδόν αδιάβροχο 2. πανωφόρι από το ύφασμα αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός είναι ο τ. γκαμπαρντίνα (< ισπ. gabardina), απ όπου προήλθαν τ. ονομαστικής η… … Dictionary of Greek
καραβίνα — η η καραμπίνα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καραμπίνα, καθ υπεραστισμό (hyperurbanismus), πρβλ. μοδέρνος < μοντέρνος] … Dictionary of Greek
κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… … Dictionary of Greek
νεοπρεπής — νεοπρεπής, ές (Α) 1. αυτός που αρμόζει σε νεαρά άτομα, ο νεανικός («μή πῃ πρεσβύτας ὑμᾱς ὄντάς νεοπρεπὴς ὢν ὁ λόγος παραπείσῃ», Πλάτ.) 2. αυτός που έχει φρόνημα νεανικό, ελευθέριος, υπερβολικός 3. νεωτεριστικός, μοντέρνος («κατασκευὰς… … Dictionary of Greek