-
1 δύσκολος
[дисколос] εκ. трудный, затруднительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δύσκολος
-
2 тяжёлый
επ., βρ: -жл, -жела, -жело.1. βαρύς•тяжёлый камень βαριά πέτρα•
тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.
|| μεγάλος•-ые капли μεγάλες σταγόνες.
|| χοντρός•-ое платье βαρύ ένδυμα.
|| πυκνός•-ые тучи βαριά σύννεφα.
|| δύσπεπτος•-ая еда βαρύ φαγητό.
2. (απλ.) έγκυος.3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).4. ηχηρός•-ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•
-ая походка βαρύ βάδισμα.
|| άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•-ая работа βαριά δουλειά•
-ые роды δύσκολος τοκετός•
тяжёлый год δύσκολος χρόνος•
-ая жизнь η δύσκολη ζωή•
-ая дорога δύσκολος δρόμος•
тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•
-ое дыхание δύσκολη αναπνοή•
-ые условия δύσκολες συνθήκες.
|| δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.
|| μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•-ые налоги βαριοί φόροι•
сон βαρύς ύπνος•
тяжёлый удар γερό χτύπημα•
-ое горе μεγάλη στενοχώρια•
тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.
|| αυστηρός• σκληρός•-ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).
|| σοβαρός, επικίνδυνος•-ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•
-ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).
6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•-ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•
-ые мысли σκοτεινές σκέψεις•
-ое известие θλιβερή είδηση.
|| σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.8. ογκώδης•-ые танки βαριά άρματα μάχης•
-ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.
εκφρ.- ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•- ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•-ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•- ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•- ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος. -
3 неудобный
-
4 сложный
сложный σύνθετος, πολύπλοκός; δύσκολος (трудный) ело) и м 1) το στρώμα; το φύλλο; η κρούστα (теста ) 2) мн.: \сложныйй (общества ) τα (κοινωνικά) στρώματα* * *σύνθετος, πολύπλοκος; δύσκολος ( трудный) -
5 трудный
-
6 тяжёлый
тяжёлый 1) (о весе) βαρύς; \тяжёлый чемодан η βαριά βαλίτσα 2) (трудный) δύσκολος; επίπονος; κουραστικός (утомительный)' \тяжёлый труд η σκληρή δουλειά* * *1) ( о весе) βαρύςтяжёлый чемода́н — η βαριά βαλίτσα
2) ( трудный) δύσκολος; επίπονος; κουραστικός ( утомительный)тяжёлый труд — η σκληρή δουλειά
-
7 утомительный
утомительный κουραστικός, κοπιαστικός; δύσκολος (трудный)* * *κουραστικός, κοπιαστικός; δύσκολος ( трудный) -
8 разббрчивый
разббрчив||ыйприл1. (о почерке) εὐανάγνωστος·2. (требовательный) ἀπαιτητικός, δύσκολος, αὐστηρός/ προσεκτικός (в средствах):быть \разббрчивыйым в еде εἶμαι δύσκολος στό φαΐ. -
9 тяжелый
тяжел||ыйприл1. βαρύς:\тяжелый гру́з τό βαρύ φορτίο· \тяжелый чемодан ἡ βαρειά βαλί-τσα·2. (суровый) βαρύς/ αὐστηρός (строгий):\тяжелыйое наказание ἡ βαρειά ποινή· \тяжелыйая ответственность ἡ βαρειά εὐθύνη· \тяжелыйая вина τό βαρύ πταίσμα, τό σοβαρό σφάλμα· \тяжелыйое преступление τό βαρύ ἔγκλημα·3. (трудный, утомительный) δύσκολος, βαρύς, κουραστικός:\тяжелый труд ὁ βαρύς κόπος· \тяжелыйая работа ἡ βαρειά ἐργασία· \тяжелыйая задача τό δύσκολο καθήκο·4. (серьезный) σοβαρός:\тяжелыйая болезнь ἡ σοβαρή ἀσθένεια·5. (мучительный) δύσκολος, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός:\тяжелыйое зрелище τό λυπηρό θέαμα· \тяжелыйое чу́вство τό βαρύ αίσθημα· \тяжелый день ἡ βαρειά ἡμέρα· \тяжелыйые времена οἱ δύσκολοι καιροί· ◊ \тяжелыйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \тяжелыйая артиллерия τό βαρύ πυροβολικό· \тяжелый танк βαρύ ἄρμα μάχης· \тяжелыйое топливо ἡ βαρειά καύσιμη ὕλη· \тяжелыйое дыхание ἡ δύσκολη ἀναπνοή· \тяжелый сон ὁ βαρύς ὑπνος· \тяжелыйая голова τό βαρύ κεφάλι (άπ' τήν ἀϋπνία)· \тяжелый шаг τό βαρύ βήμα \тяжелый нрав ὁ ἰδιότροπος χαρακτήρας· \тяжелый на подъем ὁ τεμπέλης, ὁ δυσκίνητος· \тяжелый воздух ἡ βαρειά ἀτμόσφαιρα· \тяжелыйая пища ἡ δύσπεπτη τροφή· \тяжелыйая рука́ τό βαρύ χέρι· с \тяжелый-ым сердцем μέ βαρειά καρδιά. -
10 трудный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•-ая задача δύσκολο πρόβλημα•
трудный путь δύσκολος δρόμος•
-ая обстановка δύσκολη κατάσταση (πραγμάτων)•
-ые условия δύσκολες συνθήκες•
-ая жизнь δύσκολη ζωή.
|| σοβαρός, βαρύς•-ая болезнь σοβαρή (δυσκολοθεράπευτη) αρρώστια•
трудный больной βαριά άρρωστος.
|| που πονά, πονεμένος•-ая рука το πονεμένο χέρι•
-ая голова κεφαλαλγία, κεφαλόπονος.
-
11 тугой
επ., βρ: туг, туга, туго; туже.1. τεντωμένος, τεταμένος• σφιχτός• συνεσφιγμένος•-ая струна τεντωμένη χορδή•
тугой пояс σφιχτή ζώνη•
тугой узел σφιχτός κόμπος•
-йе косы σφιχτοπλεγμένες κοσίδες•
тугой канат σφιχτο-πλεγμένο καραβόσχοινο.
2. φουσκωμένος, τεζαρ ισμένος, καργαρ ισμένος.3. μτφ. δύσνους κλπ. ουσ. βλ. тугодум. || αργός, βραδύς, δύσκολος.4. μτφ. περιορισμένος, συγκρατημένος•тугой человек σφιχτός άνθρωπος.
|| μτφ. δύσκολος, βαρύς•-йе времена τα δύσκολα χρόνια.
εκφρ.тугой карман (кошелк, мошна) – φούσκα (κάργα) η χρηματοσακκούλα•тугой на ухо – βαρύκουος. -
12 затруднение
η δυσκολί/α· большие - я μεγάλες - ες, - в поставках - σε παραδόσεις, - в сбыте - σε πωλήσειςэкономические - я см. финансовые - я затруднительныйδύσκολος, δυσχερής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затруднение
-
13 неподатливый
(к какому-л. воздействию) δύσκολος στην κατεργασία ή στους χειρισμούς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неподатливый
-
14 сложный
1. (составной) (πολυ)σύνθετος 2. (запутанный) πολύπλοκος, περίπλοκος 3. (трудный) δύσκολος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сложный
-
15 затруднительностьый
затруднительность||ыйприл δύσκολος, δυσχερής:\затруднительностьыйое положение ἡ δύσκολη θέση, ἡ ἀμηχανία· быть (находиться) в \затруднительностьыйом положении βρίσκομαι σέ δύσκολη θέση. -
16 мудреный
мудрен||ыйприл1. (сложный, замысловатый) πολύπλοκος, μπερδεμένος, περίπλοκος/ δύσκολος (трудный):это \мудреныйое дело τοῦτο εἶναι μπερδεμένη ὑπόθεση· \мудреный узор τό πολυσύνθετο κέντημα·2. (непонятный, странный) σύνθετος, μπερδεμένος, ἰδιότροπος / ἀλλόκοτος, παράξενος (о человеке)· ◊ утро вечера мудренее поел. ἡ νύχτα εἶναι καλός σύμβουλος. -
17 нелегкий
нелегк||ийприл1. (тяжелый) βαρύς, ἐπίπονος:\нелегкийая но́ша τό βαρύ φορτίο·2. (трудный) δύσκολος, δυσχερής:\нелегкийая задача τό δύσκολο καθήκον. -
18 неловкий
нело́в||кийприл1. (неуклюжий) ἀδέξιος, ἀνεπιτήδειος:\неловкийкое движение ἡ ἀδέξια κίνηση·2. (неудобный) ἀβολος:\неловкийкая по́за ἡ ἀβολη πόζα (или στάση)·3. (неискусный) ἀποτυχημένος, ἀτυχής·4. (за-труднительный, неприятный) δυσχερής, δύσκολος:я оказался в \неловкийком положении βρέθηκα σέ δύσκολη θέση. -
19 неудобный
неудо́бн||ыйприл1. ἀβολος, στενόχωρος'2. перен δύσκολος, δυσχερής:поставить кого́-л. в \неудобныйое положение φέρνω κάποιον σέ δύσκολη θέση. -
20 прихотливый
прихотлив||ыйприл1. (разборчивый, капризный) ἰδιότροπος, καπριτσόζος, δύσκολος·2. (затейливый) ἀλλόκοτος, παράδοξος.
См. также в других словарях:
δύσκολος — hard to satisfy with food masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσκολος — η, ο (AM δύσκολος, ον) 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυσκολίες ή εμπόδια 2. (για πρόσωπα) δύστροπος, ιδιότροπος («δύσκολος άνθρωπος, χαρακτήρας», ο Δύσκολος τού Μενάνδρου) 3. (για χρονική περίοδο) με δυσχερή προβλήματα… … Dictionary of Greek
δύσκολος — η, ο επίρρ. α 1. δύστροπος, ανάποδος, στρυφνός: Είναι δύσκολο παιδί. 2. αυτός που παρουσιάζει δυσκολίες, εμπόδια: Μας περιμένουν δύσκολες μέρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πάσα ἀρχὴ δύσκολος. — См. Лиха беда начало! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δυσκολώτερον — δύσκολος hard to satisfy with food masc acc comp sg δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc comp sg δύσκολος hard to satisfy with food adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολωτάτων — δύσκολος hard to satisfy with food fem gen superl pl δύσκολος hard to satisfy with food masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολωτέρων — δύσκολος hard to satisfy with food fem gen comp pl δύσκολος hard to satisfy with food masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολώτατα — δύσκολος hard to satisfy with food adverbial superl δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολώτατον — δύσκολος hard to satisfy with food masc acc superl sg δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκόλω — δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem/neut nom/voc/acc dual δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκόλως — δύσκολος hard to satisfy with food adverbial δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)