Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δύσκολος

  • 21 роды

    роды
    мн. ἡ γέννα, ὁ τοκετός:
    первые \роды ἡ πρωτοτοκία· преждевременные \роды ὁ πρόωρος τοκετός· трудные \роды ὁ δύσκολος τοκετός, ἡ δύσκολη γέννα.

    Русско-новогреческий словарь > роды

  • 22 связанный

    свя́занн||ый
    1. прич. от связать·
    2. прил (не свободный, стесненный) δυσκο-λευόμενος, δύσκολος·
    3. прил хим. δεσμευμένος· ◊ быть \связанныйым по рукам и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα, εἶμαι δεσμευμένος.

    Русско-новогреческий словарь > связанный

  • 23 тернистый

    терн||и́стый
    прил ἀκανθώδης, ἀγκαθερός· ◊ \тернистыйистый путь ὁ δύσκολος δρόμος.

    Русско-новогреческий словарь > тернистый

  • 24 трудный

    тру́дн||ый
    прил δύσκολος, δυσχερής/ βαρύς (тяжкий)/ ἐπίπονος, κοπιαστικός (утомительный):
    \трудныйое положение ἡ δυσχερής θέση.

    Русско-новогреческий словарь > трудный

  • 25 характер

    характер
    м в разн. знач. ὁ χαρακτήρας:
    тяжелый \характер ὁ δύσκολος χαρακτήρας· человек с \характером ἄνθρωπος μέ χαρακτήρα· \характер местности ὁ χαρακτήρας τοῦ ἐδάφους· предприятие сомнительного \характера ὑποπτη ὑπόθεση· замечания критического \характера κριτικές παρατηρήσεις· ◊ выдержать \характер κρατώ ὡς τό τέλος· это не в его \характере δέν εἶναι τέτοιος χαρακτήρας.

    Русско-новогреческий словарь > характер

  • 26 хлопотливый

    хлопотливый
    прил
    1. (о деле) δύσκολος, κουραστικός, πολύπλοκος·
    2. (о человеке) γεμδτος ἐγνοιες, πολυάσχολος.

    Русско-новогреческий словарь > хлопотливый

  • 27 чересчур

    чересчур
    нарек. πάρα πολύ, ὑπερβολικά, ὑπερμέτρως:
    \чересчур тяжелый πάρα πολύ δύσκολος· \чересчур холодный ὑπερβολικά κρύος· \чересчур много а) (о массе) παραπολύ, πάρα πολύ, б) (об отдельных предметах) πάρα πολλές, πάρα πολλά· \чересчур мио́го воды πάρα πολύ νερό· \чересчур много людей πάρα πολλοί ἄνθρωποι· \чересчур мало πάρα πολύ λίγο· ◊ это уже \чересчур αὐτό πιά ξεπερνάει τά δρια

    Русско-новогреческий словарь > чересчур

  • 28 нелегкий

    [νιλιόχκιϊ] εκ. βαρύς, δύσκολος

    Русско-греческий новый словарь > нелегкий

  • 29 трудный

    [τρούντνυΐ] εκ. δύσκολος

    Русско-греческий новый словарь > трудный

  • 30 нелегкий

    [νιλιόχκιϊ] επ βαρύς, δύσκολος

    Русско-эллинский словарь > нелегкий

  • 31 трудный

    [τρούντνυϊ] επ δύσκολος

    Русско-эллинский словарь > трудный

  • 32 дьявольский

    επ.
    1. διαβολικός• διαβολεμένος•

    -ое наваждение διαβολικό φάντασμα•

    дьявольский характер διαβολεμένος χαρακτήρας.

    2. πολύ μεγάλος, καταπληκτικός•

    -ое терпение γαϊδουρινή υπομονή.

    3. κακούργος, δόλιος ύπουλος•

    -ая улыбка διαβολικό χαμόγελο.

    || βαρύς, δύσκολος, επαχθής•

    -ая работа δουλιά του διαβόλου•

    -ая погода διαβολόκαιρος.

    Большой русско-греческий словарь > дьявольский

  • 33 затруднённый

    επ. από μτχ.
    κοπιώδης, δύσκολος, δυσχερής•

    -ое дыхание δύσπνοια•

    -ое движение δυσκινησία.

    Большой русско-греческий словарь > затруднённый

  • 34 затруднительный

    επ.
    δύσκολος, δυσχερής, ζόρικος•

    быть в -ом положении βρίσκομαι σέ δύσκολη κατάσταση (σε αμηχανία)•

    это -о αυτό είναι δύσκολο•

    -ые обстоятельства δύσκολες περιστάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > затруднительный

  • 35 казусный

    επ.
    πολύπλοκος, δύσκολος (για δικαστική υπόθεση).

    Большой русско-греческий словарь > казусный

  • 36 лихой

    επ., βρ: лих, -а, -о
    (παλ. κ. απλ.) κακός, κακούργος, μοχθηρός, κακεντρεχής, κοκοήθης. || δύσκολος, χαλεπός, βαρύς, ζόρικος.
    εκφρ.
    -а беда начало ή начать – κάθε αρχή και δύσκολη.
    επ., βρ: лих, -а, -о.
    1. τολμηρός, άφοβος, γενναίος, παλικαρίσιος• θαρραλέος.
    2. γρήγορος, ολοταχύς• ακάθεκτος, ορμητικός, λάβρος, θυμοειδής.
    3. ζωηρός, έντονος.
    4. ευκίνητος, σβέλτος, επιδέξιος• δεινός, δαιμόνιος.

    Большой русско-греческий словарь > лихой

  • 37 многотрудный

    επ.
    -βρ ι
    -ден, -дна, -дно.
    1. παλ. κοπιώδης, δυσεπίτευκτος, δυσκολοκάμωτος.
    2. (γραπ. λόγος) δύσκολος, σκληρός, τραχύς•

    -ая жизнь τραχιά ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > многотрудный

  • 38 мрачный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. σκοτεινός, σκοταδερός•

    -ая ночь σκοτεινή νύχτα (αφέγγαρη, άναστρη).

    || δύσκολος, βαρύς•

    -ые годы δύσκολα χρόνια.

    2. σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός•

    мрачный взгляд ή взор σκυθρωπό βλέμμα.

    3. δυσάρεστος, επαχθής, μαύρος•

    -ые мысли μαύρες σκέψεις•

    -ое прошлое μαύρο παρελθόν•

    -ое настроение βαρυθυμίά, ζόφος ψυχής, στεγνή μελαγχολία.

    Большой русско-греческий словарь > мрачный

  • 39 мудрёный

    επ., βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. δυσνόητος, δυσκολοκατανόητος, δύσληπτος, δυσκατάληπτος• δυσεξήγητος, δυσερμήνευτος, αινιγματώδης•

    говорить -ым языком μιλώ με δυσκολονόητη γλώσσα.

    || πολύπλοκος, μπερδεμένος• πολυσύνθετος•

    мудрёный вензель πολύπλοκη μονογραφή•

    мудрёный узор πολύπλοκο σχέδιο.

    2. δυσεπίτευκτος, δυσκατόρθωτος• δύσκολος.
    3. περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος•

    мудрёный человек αλλόκοτος άνθρωπος•

    мудрёный характер παράξενος χαρακτήρας.

    εκφρ.
    что -ого, -ого нет – τίποτε το δυσκολονόητο; (απλό πράγμα).

    Большой русско-греческий словарь > мудрёный

  • 40 нелёгкий

    επ., βρ: -лгок, -легка, -легко;
    1. μη ελαφρός βαρΰς•

    -ая ноша βαρύ φορτίο.

    2. επαχθής, καταθλιπτικός, δυσβάσταχτος•

    -ая работа βαριά δουλειά.

    || δύσκολος, δυσχερής, ζόρικος•

    -ая задача δύσκολο πρόβλημα•

    -ая победа δύσκολη νίκη.

    εκφρ.
    - ая нест кого – (απλ.) άκαιρα, σε ακατάλληλη στιγμή έρχεται.

    Большой русско-греческий словарь > нелёгкий

См. также в других словарях:

  • δύσκολος — hard to satisfy with food masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσκολος — η, ο (AM δύσκολος, ον) 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυσκολίες ή εμπόδια 2. (για πρόσωπα) δύστροπος, ιδιότροπος («δύσκολος άνθρωπος, χαρακτήρας», ο Δύσκολος τού Μενάνδρου) 3. (για χρονική περίοδο) με δυσχερή προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • δύσκολος — η, ο επίρρ. α 1. δύστροπος, ανάποδος, στρυφνός: Είναι δύσκολο παιδί. 2. αυτός που παρουσιάζει δυσκολίες, εμπόδια: Μας περιμένουν δύσκολες μέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πάσα ἀρχὴ δύσκολος. — См. Лиха беда начало! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δυσκολώτερον — δύσκολος hard to satisfy with food masc acc comp sg δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc comp sg δύσκολος hard to satisfy with food adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολωτάτων — δύσκολος hard to satisfy with food fem gen superl pl δύσκολος hard to satisfy with food masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολωτέρων — δύσκολος hard to satisfy with food fem gen comp pl δύσκολος hard to satisfy with food masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολώτατα — δύσκολος hard to satisfy with food adverbial superl δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολώτατον — δύσκολος hard to satisfy with food masc acc superl sg δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκόλω — δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem/neut nom/voc/acc dual δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκόλως — δύσκολος hard to satisfy with food adverbial δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»