Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

δύνατο

  • 1 belly-laugh

    noun (a loud, deep laugh: the belly-laughs of the rugby players in the bar.) δυνατό γέλιο

    English-Greek dictionary > belly-laugh

  • 2 blast

    1. noun
    1) (a strong, sudden stream (of air): a blast of cold air.) δυνατό ρεύμα
    2) (a loud sound: a blast on the horn.) διαπεραστικός ήχος
    3) (an explosion: the blast from a bomb.) έκρηξη
    2. verb
    1) (to tear (apart etc) by an explosion: The door was blasted off its hinges.) ανατινάζω
    2) ((often with out) to come or be sent out, very loudly: Music (was being) blasted out from the radio.) παίζω στη διαπασών
    - blast furnace
    - at full blast
    - blast off

    English-Greek dictionary > blast

  • 3 do one's worst

    (to do the most evil etc thing that one can.) κάνω το χειρότερο δυνατό

    English-Greek dictionary > do one's worst

  • 4 drive

    1. past tense - drove; verb
    1) (to control or guide (a car etc): Do you want to drive (the car), or shall I?) οδηγώ
    2) (to take, bring etc in a car: My mother is driving me to the airport.) πηγαίνω με το αυτοκίνητο
    3) (to force or urge along: Two men and a dog were driving a herd of cattle across the road.) καθοδηγώ
    4) (to hit hard: He drove a nail into the door; He drove a golf-ball from the tee.) χτυπώ
    5) (to cause to work by providing the necessary power: This mill is driven by water.) κινώ
    2. noun
    1) (a journey in a car, especially for pleasure: We decided to go for a drive.) βόλτα με αυτοκίνητο
    2) (a private road leading from a gate to a house etc: The drive is lined with trees.) ιδιωτικός δρόμος
    3) (energy and enthusiasm: I think he has the drive needed for this job.) ενεργητικότητα
    4) (a special effort: We're having a drive to save electricity.) προσπάθεια
    5) (in sport, a hard stroke (with a golf-club, a cricket bat etc).) δυνατό χτύπημα
    6) ((computers) a disk drive.) συσκευή σε Η/Υ για ανάγνωση ή/και εγγραφή ψηφιακών δίσκων
    - driver's license
    - drive-in
    - drive-through
    - driving licence
    - be driving at
    - drive off
    - drive on

    English-Greek dictionary > drive

  • 5 slog

    [sloɡ] 1. past tense, past participle - slogged; verb
    1) (to hit hard (usually without aiming carefully): She slogged him with her handbag.) βαράω
    2) (to make one's way with difficulty: We slogged on up the hill.) προχωρώ με δυσκολία
    3) (to work very hard: She has been slogging all week at the shop.) δουλεύω σκληρά
    2. noun
    1) ((a period of) hard work: months of hard slog.) σκληρή δουλειά
    2) (a hard blow: He gave the ball a slog.) δυνατό χτύπημα

    English-Greek dictionary > slog

  • 6 smash

    [smæʃ] 1. verb
    1) ((sometimes with up) to (cause to) break in pieces or be ruined: The plate dropped on the floor and smashed into little pieces; This unexpected news had smashed all his hopes; He had an accident and smashed up his car.) συντρίβω,κάνω κομμάτια,τσακίζω
    2) (to strike with great force; to crash: The car smashed into a lamp-post.) συγκρούομαι
    2. noun
    1) ((the sound of) a breakage; a crash: A plate fell to the ground with a smash; There has been a bad car smash.) (κρότος από)σύγκρουση/σπάσιμο/πάταγος
    2) (a strong blow: He gave his opponent a smash on the jaw.) δυνατό χτύπημα
    3) (in tennis etc, a hard downward shot.) καρφί
    - smash hit

    English-Greek dictionary > smash

  • 7 strong point

    (a quality, skill etc in which a person excels: Arithmetic isn't one of my strong points.) φόρτε,δυνατό σημείο

    English-Greek dictionary > strong point

  • 8 swipe

    1. verb
    (to hit hard: She swiped the tennis ball over the net; He swiped at the wasp but didn't hit it.) χτυπώ με δύναμη
    2. noun
    (a hard hit: She gave the child a swipe.) δυνατό χτύπημα

    English-Greek dictionary > swipe

  • 9 the sooner the better

    (as quickly as possible: `When shall I tell him?' `The sooner the better!') το συντομότερο δυνατό/όσο νωρίτερα τόσο το καλύτερο

    English-Greek dictionary > the sooner the better

  • 10 wallop

    ['woləp] 1. verb
    (to strike (something or someone) hard: He walloped the desk with his fist; I'll wallop you if you do that again!) βαράω
    2. noun
    (a heavy or powerful blow: He gave John a wallop right on the chin.) δυνατό χτύπημα

    English-Greek dictionary > wallop

См. также в других словарях:

  • δύνατο — δύναμαι to be able imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βότκα — Δυνατό οινοπνευματώδες ποτό, με μείγμα αποσταγμένης αιθυλικής αλκοόλης με νερό. Παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία στα τέλη του 14ου αι., υπάρχει όμως και η άποψη ότι πρωτοκατασκευάστηκε στην Πολωνία. Παράγεται από σίκαλη, σιτάρι και κριθάρι …   Dictionary of Greek

  • κονιάκ — Δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται συνήθως με διπλή απόσταξη εκλεκτών κρασιών, κυρίως λευκών. Η απόσταξη πραγματοποιήθηκε αρχικά στην περιφέρεια Σαράντ της βορειοανατολικής Γαλλίας τον 13o αι., αλλά η πόλη Κονιάκ, από την οποία πήρε την… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»