-
1 belly-laugh
noun (a loud, deep laugh: the belly-laughs of the rugby players in the bar.) δυνατό γέλιο -
2 blast
1. noun1) (a strong, sudden stream (of air): a blast of cold air.) δυνατό ρεύμα2) (a loud sound: a blast on the horn.) διαπεραστικός ήχος3) (an explosion: the blast from a bomb.) έκρηξη2. verb1) (to tear (apart etc) by an explosion: The door was blasted off its hinges.) ανατινάζω2) ((often with out) to come or be sent out, very loudly: Music (was being) blasted out from the radio.) παίζω στη διαπασών•- blasting- blast furnace
- at full blast
- blast off -
3 do one's worst
(to do the most evil etc thing that one can.) κάνω το χειρότερο δυνατό -
4 drive
1. past tense - drove; verb1) (to control or guide (a car etc): Do you want to drive (the car), or shall I?) οδηγώ2) (to take, bring etc in a car: My mother is driving me to the airport.) πηγαίνω με το αυτοκίνητο3) (to force or urge along: Two men and a dog were driving a herd of cattle across the road.) καθοδηγώ4) (to hit hard: He drove a nail into the door; He drove a golf-ball from the tee.) χτυπώ5) (to cause to work by providing the necessary power: This mill is driven by water.) κινώ2. noun1) (a journey in a car, especially for pleasure: We decided to go for a drive.) βόλτα με αυτοκίνητο2) (a private road leading from a gate to a house etc: The drive is lined with trees.) ιδιωτικός δρόμος3) (energy and enthusiasm: I think he has the drive needed for this job.) ενεργητικότητα4) (a special effort: We're having a drive to save electricity.) προσπάθεια5) (in sport, a hard stroke (with a golf-club, a cricket bat etc).) δυνατό χτύπημα6) ((computers) a disk drive.) συσκευή σε Η/Υ για ανάγνωση ή/και εγγραφή ψηφιακών δίσκων•- driver- driver's license
- drive-in
- drive-through
- driving licence
- be driving at
- drive off
- drive on -
5 slog
[sloɡ] 1. past tense, past participle - slogged; verb1) (to hit hard (usually without aiming carefully): She slogged him with her handbag.) βαράω2) (to make one's way with difficulty: We slogged on up the hill.) προχωρώ με δυσκολία3) (to work very hard: She has been slogging all week at the shop.) δουλεύω σκληρά2. noun1) ((a period of) hard work: months of hard slog.) σκληρή δουλειά2) (a hard blow: He gave the ball a slog.) δυνατό χτύπημα -
6 smash
[smæʃ] 1. verb1) ((sometimes with up) to (cause to) break in pieces or be ruined: The plate dropped on the floor and smashed into little pieces; This unexpected news had smashed all his hopes; He had an accident and smashed up his car.) συντρίβω,κάνω κομμάτια,τσακίζω2) (to strike with great force; to crash: The car smashed into a lamp-post.) συγκρούομαι2. noun1) ((the sound of) a breakage; a crash: A plate fell to the ground with a smash; There has been a bad car smash.) (κρότος από)σύγκρουση/σπάσιμο/πάταγος2) (a strong blow: He gave his opponent a smash on the jaw.) δυνατό χτύπημα3) (in tennis etc, a hard downward shot.) καρφί•- smashing- smash hit -
7 strong point
(a quality, skill etc in which a person excels: Arithmetic isn't one of my strong points.) φόρτε,δυνατό σημείο -
8 swipe
-
9 the sooner the better
(as quickly as possible: `When shall I tell him?' `The sooner the better!') το συντομότερο δυνατό/όσο νωρίτερα τόσο το καλύτερο -
10 wallop
См. также в других словарях:
δύνατο — δύναμαι to be able imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότκα — Δυνατό οινοπνευματώδες ποτό, με μείγμα αποσταγμένης αιθυλικής αλκοόλης με νερό. Παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία στα τέλη του 14ου αι., υπάρχει όμως και η άποψη ότι πρωτοκατασκευάστηκε στην Πολωνία. Παράγεται από σίκαλη, σιτάρι και κριθάρι … Dictionary of Greek
κονιάκ — Δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται συνήθως με διπλή απόσταξη εκλεκτών κρασιών, κυρίως λευκών. Η απόσταξη πραγματοποιήθηκε αρχικά στην περιφέρεια Σαράντ της βορειοανατολικής Γαλλίας τον 13o αι., αλλά η πόλη Κονιάκ, από την οποία πήρε την… … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek