Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δωμάτιο

  • 1 δωμάτιο

    [доматио] ουσ. о. комната.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δωμάτιο

  • 2 номер

    номер м 1) ο αριθμός, το νούμερο· \номер обуви το νούμερο παπουτσιών \номер телефона ο αριθμός τηλεφώνου· я живу в доме \номер... μένω στο σπίτι αριθμός... 2) (в гостинице) το δωμάτιο· одноместный (двухместный) \номер το μονό ( διπλό) δωμάτιο
    * * *
    м
    1) ο αριθμός, το νούμερο

    но́мер о́буви — το νούμερο παπουτσιών

    но́мер телефона — ο αριθμός τηλεφώνου

    я живу́ в до́ме но́мер... — μένω στο σπίτι αριθμός…

    2) ( в гостинице) το δωμάτιο

    одноме́стный (двухме́стный) но́мер — το μονό (διπλό) δωμάτιο

    Русско-греческий словарь > номер

  • 3 ванная

    ванная ж το λουτρό, το μπάνιο (χώρος)" номер с\ваннаяой το δωμάτιο με λουτρό
    * * *
    ж
    το λουτρό, το μπάνιο (χώρος)

    но́мер с ва́нной — το δωμάτιο με λουτρό

    Русско-греческий словарь > ванная

  • 4 комната

    комната ж το δωμάτιο* ванная \комната το μπάνιο
    * * *
    ж
    το δωμάτιο

    ва́нная ко́мната — το μπάνιο

    Русско-греческий словарь > комната

  • 5 небольшой

    небольшой μικρός, όχι μεγάλος· \небольшой перерыв ξτο μικρό διάλειμμα· \небольшойая комната το μικρό δωμάτιο
    * * *
    μικρός, όχι μεγάλος

    небольшо́й переры́в — το μικρό διάλειμμα

    небольша́я ко́мната — το μικρό δωμάτιο

    Русско-греческий словарь > небольшой

  • 6 отдельный

    отдельный ξέχωρος· ξεχωριστός* χωριστός, ιδιαίτερος (особый)' \отдельныйая квартира το διαμέρισμα· \отдельный номер (в гостинице ) το χωριστό δωμάτιο
    * * *
    ξέχωρος; ξεχωριστός; χωριστός, ιδιαίτερος ( особый)

    отде́льная кварти́ра — το διαμέρισμα

    отде́льный но́мер (в гостинице) — το χωριστό δωμάτιο

    Русско-греческий словарь > отдельный

  • 7 светлый

    светлый φωτεινός* - ая комната το φωτεινό δωμάτιο; \светлый костюм το ανοιχτόχρωμο κοστούμι
    * * *

    све́тлая ко́мната — το φωτεινό δωμάτιο

    све́тлый костю́м — το ανοιχτόχρωμο κοστούμι

    Русско-греческий словарь > светлый

  • 8 комната

    комнат||а
    ж τό δωμάτιο[ν], ἡ κάμαρα:
    рабочая \комната τό γραφείο, τό δωμάτιο ἐργασίας· ванная \комната τό μπάνιο.

    Русско-новогреческий словарь > комната

  • 9 комната

    θ.
    δωμάτιο, κάμαρα, θάλαμος•

    просторная комната ευρύχωρο δωμάτιο.

    Большой русско-греческий словарь > комната

  • 10 найти

    найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. найденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βρίσκω•

    найти клад βρίσκω θησαυρό•

    верное решение βρίσκω σωστή λύση•

    найти оправдание βρίσκω δικαιολογία•

    найти убежище βρίσκω καταφύγιο•

    его дома не нашли δεν τον βρήκαν στο σπίτι•

    найти удовольствие в чём-н. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι•

    найти поддержку и уте-шние βρίσκω υποστήριξη και παρηγοριά.

    || ανακαλύπτω• επινοώ. || ανεβρίσκο, ξαναβρίσκω•

    наконец нашёл ключ επιτέλους βρήκα το κλειδί.

    2. θεωρώ, κρίνω•

    я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο найти кого-л. красивым βρίσκω κάποιον ότι είναι όμορφος•

    доктор нашл его здоровым ο γιατρός τον βρήκε υγιή.

    || κάνω εντύπωση, φαίνομαι•

    а как вы нашли его дочь? πως σας φάνηκε η θυγατέρα του; || παλ. καλοπιάνω, περιποιούμαι πετυχαίνω.

    εκφρ.
    найти себи – έχω επίγνωση του εαυτού μου, της κλίσης μου•
    найти смерть (могилу, конец) – βρίσκω το θάνατο, το τέλος.
    1. βρίσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. потерянная книга -шлись το χαμένο βιβλίο βρέθηκε.
    2. είμαι, υπάρχω, έχω•

    не -тся ли у вас карандаша? δε σας βρίσκεται ένα μολύβι;•

    -тся, что делать θα βρεθεί τι να κάνω, θα βρεθεί δουλειά να κάνω.

    3. βρίσκω τρόπο, τα καταφέρω. || αντιλαμβάνομαι αμέσως.
    найду, найдшь, παρλθ. χρ. нашёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, πέφτω επάνω•

    найти на пень προσκρούω στο κούτσουρο•

    параход -шёл на мель το ατμόπλοιο εξόκειλε.

    2. συναντώ απρόοπτα, τρακάρω, πέφτω επάνω.
    3. καλύπτω, σκεπάζω•

    туча -шла на солнце σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    4. (επ)έρχομαι, αρχίζω.
    5. κατέχομαι, κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι, με πιάνει•

    -шла тоска μ' έπιασε θλίψη•

    -шёл испуг μ έπιασε φόβος•

    на него -шли припадки τον έπιασαν παροξυσμοί.

    6. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι, έρχομαι ομαδικά εισρέω•

    -ло много народу μαζεύτηκε πολύς κόσμος•

    к нам -шли гости μας ήρθαν μουσαφιρέοι•

    в лодку -шло много воды στη βάρκα μπήκε (εισέρευσε) πολύ νερό•

    дым -шёл в комнату καπνός μπήκε στο δωμάτιο•

    -шло в комнату дыму μπήκε στο δωμάτιο καπνός.

    || επιπίπτω, επέρχομαι, ενσκήπτω•

    -шёл шквал ενέσκηψε λαίλαπας.

    || υψώνομαι, σηκώνομαι•

    -шёл туман σηκώθηκε ομίχλη•

    -шли тучи σηκώθηκαν σύννεφα.

    Большой русско-греческий словарь > найти

  • 11 обогреть

    -ею, -ешь
    ρ.σ.μ. θερμαίνω, ζεσταίνω•

    обогреть комнату ζεσταίνω το δωμάτιο•

    -руки ζεσταίνω τα χέρια.

    θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι•

    комната -лась το δωμάτιο ζεστάθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > обогреть

  • 12 подмести

    ρ.σ. σκουπίζω, σαρώνω•

    подмести комнату σκουπίζω το δωμάτιο•

    подмести в комнате σκουπίζω στο δωμάτιο•

    подмести на двор σκουπίζω στην αυλή.

    || καθαρίζω, μαζεύω, πετώ τα σκουπίδια.

    Большой русско-греческий словарь > подмести

  • 13 приёмный

    επ.
    1. της λήψης•

    -ая антена κεραία λήψης.

    2. της υποδοχής• της ακρόασης ή της επίσκεψης (ασθενών στο γιατρό)•

    -ая комната δωμάτιο αναμονής•

    часы -а ώρες ακρόασης.

    3. εισαγωγικός, της εισαγωγής•

    -ая комиссия η επιτροπή εισαγωγικών εξετάσεων.

    4. ουσ. θ. -ая, -ой δωμάτιο αναμονής.
    εκφρ.
    приёмный отец – θετός πατέρας, ψυχοπατέρας•
    - ая мать – θετή ητέρα, ψυχομάνσ•
    приёмный сын – θετός γιος, ψυχογιός•
    - ая дочь – θετή θυγατέρα, παρακόρη, ψυχοκόρη.

    Большой русско-греческий словарь > приёмный

  • 14 проходной

    επ.
    1. που επικοινωνεί•

    -ая комната δωμάτιο που επικό ινωνείμε άλλο δωμάτιο. •

    2. ουσ. -ая θ. η πύλη (εργοστασίου, επιχείρησης κ.τ.τ.).
    3. περαστικός, διαβατικός(για ζώα, πτηνά).
    εκφρ.
    - ая будка – το θυρωρείο-проходной двор αυλή.

    Большой русско-греческий словарь > проходной

  • 15 убрать

    уберу, убершь, παρλθ χρ. убрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убранный, βρ: убран
    κ. -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    убрать со стола παίρνω τα πιατικά κλπ, από το τραπέζι (μετά το φαγητό).

    || βραχύνω, κοντεύω, μαζεύω, στενεύω, αφαιρώ το περίσσιο μέρος•

    убрать платье в талии μαζεύω το φόρεμα στη μέση•

    -подол на два сантиметра κοντεύω τον ποδόγυρο κατά δυο πόντους.

    2. αφαιρώ, βγάζω, περικόπτω, απορρίπτω (από κείμενο, έργο κ.τ.τ,).
    διώχνω, εκδιώκω•

    -ите его из комнаты πάρτε τον (βγάλτε τον) έξω από το δωμάτιο.

    || παίρνω για εξόντωση, εξοντώνω, φονεύω.
    3. συγκομίζω, συλλέγω, μαζεύω, σηκώνω•

    убрать вес хлеб с полей μαζεύω (σηκώνω) όλο το σιτάρι από τα χωράφια.

    4. βγάζω, θέτω σε αδράνεια, σταματώ τη λειτουργία•

    убрать всла βγάζω τα κουπιά-убрать паруса μαζεύω τα πανιά (σκάφους).

    5. τοποθετώ, βάζω•

    убрать бумаги в ящик παίρνω τα χαρτιά και τα βάζω στο συρτάρι.

    || μαζεώ, περιστέλλω•

    убери тво брюхо, мешает мне пройти μάζεψε την κοιλιά σου, με εμποδίζει να περάσω.

    || συμπερ ιλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    все слова в одну строчку συμπερ ιλαβαίνω όλες τις λέξεις σε μια σειρά.

    6. (απλ.) τρώγω, κατεβάζω•

    за троих убрать суп για τρεις θα φάω σούπα.

    7. τακτοποιώ, συγυρίζω, διευθετώ, ευτρεπίζω•

    убрать постель συγυρίζω το κρεβάτι•

    убрать комнату συγυρίζω το δωμάτιο.

    || παλ. στολίζω• καλοντύνω• λουσάρω. || καλλωπίζω, κοσμώ.
    1. φεύγω, αναχωρώ•

    он -лся от сюда αυτός έφυγε απ εδώ.

    2. τελειώνω•

    вовремя, убрать с сенокосом έγκαιρα τελειώνω τη χορτοκοπή.

    3. συγυρίζομαι, τακτοποιούμαι, διευθετούμαι, ευτρεπίζομαι.
    4. στολίζομαι, καλοντύνομαι, λουσάρομαι• καλλωπίζομαι.
    5. χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι•

    все слова -лись в одну строчку όλες οι λέξεις συμπερ ιλήφτηκαν σε μια σειρά (γραμμή).

    Большой русско-греческий словарь > убрать

  • 16 мансарда

    η σοφίτα, το διαμέρισμα κάτωθι της οροφής
    το υπόστεγο δωμάτιο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мансарда

  • 17 приёмный

    1. (предназначенный, служащий для приёма кого-, чего-л.) της λήψης, της υποδοχής 2. (назначенный для посещений, для приёма кого-л.) της υποδοχής, της ακρόασης, της επίσκεψης Заорганизованный, введённый для приема кого-, чего-л куда-л.) εισαγωγικ/ός 4. -ая (комната) το δωμάτιο/γραφείο αναμονής/υποδοχής 5. (тот{}та{}, кто приняли чужого ребёнка в свою семью и заменяющие ему родителя) θετ/ός 6. (ребёнок, принятый в чужую семью) θετ/ός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приёмный

  • 18 убрать

    убрать 1) (прочь) απομακρύνω, μαζεύω; σηκώνω; \убрать со стола σηκώνω το τραπέζι 2) (привести в порядок) συγυρίζω, καθαρίζω; ταχτοποιώ; \убрать комнату συγυρίζω το δω μάτιο· \убрать постель σηκώνω το κρεβάτι 3) (урожай) συγκομίζω, μαζεύω
    * * *
    1) ( прочь) απομακρύνω, μαζεύω; σηκώνω

    убра́ть со стола́ — σηκώνω το τραπέζι

    2) ( привести в порядок) συγυρίζω, καθαρίζω; ταχτοποιώ

    убра́ть ко́мнату — συγυρίζω το δωμάτιο

    убра́ть посте́ль — σηκώνω το κρεβάτι

    3) ( урожай) συγκομίζω, μαζεύω

    Русско-греческий словарь > убрать

  • 19 без

    без
    (безо) предлог с род. п.
    1. (указывает на отсутствие, недостаток) χωρίς, ἄνευ, δίχως:
    без отца и матери χωρίς πατέρα καί μητέρα; без сознания ἀναίσθητος; все без исключения ὀλοι ἀνεξαιρέτως; комната без окна δωμάτιο δίχως παράθυρο; без тебя справимся θά τά καταφέρουμε καί χωρίς ἐσένα; без сомнения ἀναμφίβολα; без причины χωρίς αἰτία; 2.; (за вычетом) παρά:
    без четверти десять δέκα παρά τέταρτο; ◊ пропал без вести ἀγνοείται ἡ τύχη του, ἐξαφανίστηκε.

    Русско-новогреческий словарь > без

  • 20 будуар

    будуар
    м τό μπουντουάρ, τό δωμάτιο[ν] καλλωπισμοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > будуар

См. также в других словарях:

  • δωμάτιο — το (AM δωμάτιο) [δώμα] καθένας από τους χώρους στους οποίους χωρίζεται το εσωτερικό σπιτιού νεοελλ. ναυτ. μεγάλος θάλαμος πλοίου που χρησιμεύει ως κοιτώνας τών κατώτερων βαθμοφόρων αρχ. μσν. στον πληθ. δώματα ταράτσες σπιτιού αρχ. 1. κατοικία 2.… …   Dictionary of Greek

  • δωμάτιο — το κάμαρα, αίθουσα: Το παλάτι είχε πάνω από εκατό δωμάτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κελλί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 110 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 20 χλμ. ΝΑ του Πολυγύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυγύρου. * * * και κελί, το (ΑΜ κελλίον και κέλλιον, Μ και κελίον και κελί και… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… …   Dictionary of Greek

  • κέλλα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 805 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 28 χλμ. Α της πόλης της Φλώρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμυνταίου. * * * η (ΑΜ κέλλα) κλειστός χώρος, δωμάτιο νεοελλ. μσν. δωμάτιο… …   Dictionary of Greek

  • μέγαρο — Τύπος κατοικίας της αρχαιότητας με ορθογώνια ως επί το πλείστον κάτοψη, που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία κ.α. Η λέξη είναι ομηρική, αν και μεγαροειδείς κατοικίες υπάρχουν ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. στη Θεσσαλία (Σέσκλο,… …   Dictionary of Greek

  • οίκημα — το (ΑΜ οἴκημα) [οικώ] χώρος στεγασμένος ο οποίος χρησιμεύει ως τόπος διαμονής, σπίτι, κατοικία («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῑς οἰκήμασι ναίουσιν», Αισχύλ.) αρχ. 1. κατοικημένος τόπος («ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῡ», Πίνδ.) 2. δωμάτιο, θάλαμος 3. δωμάτιο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»