Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φωτεινός

  • 1 φωτεινός

    [фотинос] εκ. светлый, светящийся.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωτεινός

  • 2 светлый

    светлый φωτεινός* - ая комната το φωτεινό δωμάτιο; \светлый костюм το ανοιχτόχρωμο κοστούμι
    * * *

    све́тлая ко́мната — το φωτεινό δωμάτιο

    све́тлый костю́м — το ανοιχτόχρωμο κοστούμι

    Русско-греческий словарь > светлый

  • 3 светофор

    светофор м о φωτεινός σηματοδότης
    * * *
    м
    ο φωτεινός σηματοδότης

    Русско-греческий словарь > светофор

  • 4 яркий

    яркий прям., переп. λαμπρός; χτυπητός (о цвете ) φωτεινός (светлый}· \яркий пример το λαμπρό παράδειγμα
    * * *
    прям. перен.
    λαμπρός; χτυπητός ( о цвете); φωτεινός ( светлый)

    я́ркий приме́р — το λαμπρό παράδειγμα

    Русско-греческий словарь > яркий

  • 5 светлый

    светл||ый
    прил прям., перен φωτεινός, φεγγερός, φωταυγής:
    \светлыйая комната τό φωτεινό δωμάτιο, ἡ φωτεινή κάμαρα· \светлыйая ночь ἡ φωτεινή νύκτα· \светлыйые краски τά ἀνοιχτά χρώματα· \светлый ум τό φωτεινό μυαλό, ὁ φωτεινός νοδς· ◊ \светлыйой памяти ὁ ἀείμνηστος.

    Русско-новогреческий словарь > светлый

  • 6 яркий

    ярк||ий
    прил прям., перен φωτεινός, λαμπρός (тж. перен)/ φανταχτερός, χτυπητός (тж. о цвете):
    \яркий блеск ἡ ζωηρή λάμψη· \яркий цвет τό χτυπητό χρώμα· \яркийое солнце φωτεινός ήλιος· \яркийое у́тро ἡλιόλουστο πρωινό· \яркийая личность φαεινή προ-σωπικότης· \яркийий талант τό φωτεινό ταλέντο· \яркий пример τό λαμπρό (или χτυπητό) παράδειγμα· \яркийο выраженный Εντονος.

    Русско-новогреческий словарь > яркий

  • 7 светлый

    επ., βρ: -тел, -тла, -тло.
    1. φωτεινός, φωτερός, φαεινός•

    -ая лампочка φωτεινή λαμπίτσα•

    светлый зал φωτεινή αίθουσα•

    день φωτόλουστη μέρα.

    || λαμπερός, γυαλιστερός•

    -ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.

    2. ανοιχτόχρωμος, ξανθόχρωμος•

    -ое пальто ανοιχτόχρωμο πανωφόρι.

    3. διαυγής, πολύ καθαρός•

    -ое стекло πολύ καθαρό γυαλί•

    -ая вода διαυγές νερό.

    || (για φωνή) καθαρός• υψηλός• μεταλλικός.
    4. ευφρόσυνος, ευχάριστος, χαρωπός• τερπνός•

    -ые воспоминания ευχάριστες αναμνήσεις.

    6. μτφ. καλός, αγαθός, ωραίος• θετικός•

    -ые и тмные стороны жизни οι καλές και οι κακές πλευρές της ζωής ή οι θετικές και οι αρνητικές πλευρές της ζωής.

    7. μτφ. καθαρός, διαυγής•

    светлый ум φωτεινός νους ή φωτεινό μυαλό.

    8. πασχαλινός, λαμπριάτικος.

    Большой русско-греческий словарь > светлый

  • 8 ветроуказатель

    ο ανεμοδείκτης
    το ανεμούριο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветроуказатель

  • 9 светомаяк

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > светомаяк

  • 10 табло

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > табло

  • 11 указатель

    1. (надпись, стрелка, прибор) о δείκτης, ο ενδείκτης, ο καταδείκτης
    - (бокового) скольжения ав. - της (πλευρικής) ολίσθησης
    - вызовов (тлф.) - κλήσεων
    - геометрической высоты ав. - του γεωμετρικού ύψους
    - глубины горн. - βάθους
    дорожный - о οδοδείκτης, το οδικό σήμα
    -качества рабочей (топливной) смеси ав. - ποιότητας του μείγματος (των καυσίμων) λειτουργίας
    - курса ав. - πορείας
    - места ав. - θέσης
    - места при штилевой прокладке ав. - της θέσης σε πορεία νηνεμίας
    - направления полёта относительно радиомаяка - κατεύθυνσης της πτήσης αναφορικά με τον ραδιοφάρο
    - направления посадки ав. - κατεύθυνσης της προσγείωσης
    - отклонения от заданной линии пути ав. - απόκλισης από την προκαθορισμένη πορεία
    - уровня горючего в баке - της στάθμης καυσίμου στη δεξαμενή/στο ρεζερβουάρ
    - уровня масла - της στάθμης ελαίου/λαδιού
    2. (справочная книга или справочный список в книге) о κατάλογος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > указатель

  • 12 венец

    венец
    м
    1. церк., поэт. уст. τό στεφάνι, ὁ στέφανος:
    идти под \венец στεφανώνομαι, παντρεύομαι·
    2. уст. ἡ κορώνα, τό στέμμα·
    3. астр. τό ἀλώνι, ἡ ἄλως, ὁ φωτεινός κύκλος.

    Русско-новогреческий словарь > венец

  • 13 голова

    голов||а
    ж
    1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:
    с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·
    2. (единица счета скота) τό κεφάλί
    3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:
    городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του.

    Русско-новогреческий словарь > голова

  • 14 лучезарный

    лучезарный
    прил
    1. γεμάτος <ρῶς, ἀκτινοβόλος·
    2. перен (о мечтах и т.п.) φωτεινός, λαμπρός·
    3. перен (о глазах и т. ἡ.) πού ἀστράφτει (ἀπό χαράν).

    Русско-новогреческий словарь > лучезарный

  • 15 лучистый

    лучи́ст||ый
    прил
    1. физ. ἀκτινοβόλος, φωτοβόλος:
    \лучистыйая энергия ἡ ἀκτινοβόλος ἐνέργεια·
    2. (светящийся) λαμπ(ε)ρός, φωτεινός·
    3. перен (о глазах) λαμπ(ε)ρός.

    Русско-новогреческий словарь > лучистый

  • 16 ориентир

    ориентир
    м τό σήμα, τό σημείο προσανατολισμού, σημεῖο[ν] ἀναγνωρίσεως, ὁ δείκτης:
    световой \ориентир ὁ φωτεινός δείκτης, τό φωτεινό σινιάλο· выбрать правильный \ориентир διαλέγω σωστό προσανατολισμό, παίρνω ὁρθή κατεύθυνση.

    Русско-новогреческий словарь > ориентир

  • 17 просветленный

    просвет||ленный
    прил φωτεινός, φωτισμένος, διαυγής.

    Русско-новогреческий словарь > просветленный

  • 18 радужный

    ра́дужн||ый
    прил
    1. τής ίριδας·
    2. перен φωτεινός, αἰσιόδοξος/ κεφάτος (веселый):
    \радужныйые надежды οἱ φωτεινές ἐλπίδες· у иего́ \радужныйое настроение εἶναι κεφάτος· видеть все в \радужныйом свете τά βλέπει ὅλα ρόδινα· ◊ \радужныйая оболочка анат. ἡ Ιρις τοῦ ματιού.

    Русско-новогреческий словарь > радужный

  • 19 световой

    светов||ой
    прил τοῦ φωτός, φωτεινός:
    \световой сигнал τό φωτεινό σήμα· \световойа́я реклама ἡ φωτεινή ρεκλάμα, ἡ φωτεινή διαφήμΐση [-ις]· \световой поток физ. ἡ δέσμη φωτός.

    Русско-новогреческий словарь > световой

  • 20 светящийся

    светящийся
    1. прич. от светиться·
    2. прил φωτεινός, λάμπων, φωσφωρίζων.

    Русско-новогреческий словарь > светящийся

См. также в других словарях:

  • φωτεινός — shining masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτεινός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γιος της Φωτεινής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Μαρτύρησε στην Απαμεία το 297, μαζί με τον πατέρα του Μαυρίκιο και πολλούς άλλους. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 3. Πέθανε με …   Dictionary of Greek

  • φωτεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο γεμάτος φως, που φωτίζει άπλετα, αυτός που φέγγει: Φωτεινά σήματα. 2. αυτός που φωτίζεται καλά, ο φωτερός: Φωτεινός διάδρομος. 3. μτφ., διαυγής, σαφής, ευκρινής: Έχει φωτεινό μυαλό. 4. το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όνομ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φωτεινός, Γεώργιος — (1876 – 1961). Γιατρός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Τελείωσε την Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης και σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο διάστημα από το 1903 έως το 1907 πήγε για μεταπτυχιακές σπουδές στην Ευρώπη, όπου και… …   Dictionary of Greek

  • φωτεινά — φωτεινός shining neut nom/voc/acc pl φωτεινά̱ , φωτεινός shining fem nom/voc/acc dual φωτεινά̱ , φωτεινός shining fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτεινότερον — φωτεινός shining adverbial comp φωτεινός shining masc acc comp sg φωτεινός shining neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτεινοτάτων — φωτεινός shining fem gen superl pl φωτεινός shining masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτεινῶν — φωτεινός shining fem gen pl φωτεινός shining masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτεινόν — φωτεινός shining masc acc sg φωτεινός shining neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτεινότατα — φωτεινός shining adverbial superl φωτεινός shining neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτεινότατον — φωτεινός shining masc acc superl sg φωτεινός shining neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»