-
1 douze
δώδεκα -
2 dvanáct
δώδεκα -
3 dvanáctka
δώδεκα -
4 twelve
δώδεκα -
5 dwanaście
δώδεκα -
6 двенадцать
-
7 первый
первый πρώτος· \первый этаж το ισόγειο· \первый раз η πρώτη φορά· \первыйого числа στην πρώτη του μήνα· в \первыйом часу κατά τη μία η ώρα· половина \первыйого δώδεκα και μισή η ώρα· прийти \первыйым έρχομαι πρώτος* * *пе́рвый эта́ж — το ισόγειο
пе́рвый раз — η πρώτη φορά
пе́рвого числа́ — στην πρώτη του μήνα
в пе́рвом часу́ — κατά τη μία η ώρα
полови́на пе́рвого — δώδεκα και μισή η ώρα
прийти́ пе́рвым — έρχομαι πρώτος
-
8 уже
уже ήδη, πια, κιόλας* \уже двенадцать часов είναι πια δώδεκα η ώρα; \уже наступила жара πιάσανε κιόλας οι ζέστες; \уже поздно είναι ήδη αργά* * *ήδη, πια, κιόλαςуже́ двена́дцать часо́в — είναι πια δώδεκα η ώρα
уже́ наступи́ла жара́ — πιάσανε κιόλας οι ζέστες
уже́ по́здно — είναι ήδη αργά
-
9 час
час м η ώρα; два \часа δυο ώρες; полтора \часа μιάμιση ώρα; через \час ύστερα από μια ώρα, σε μια ώρα; который \час? τι ώρα είναι; в \час дня στη μία το μεσημέρι, στη μία η ώρα; в двенадцать \часов дня στις δώδεκα η ώρα; в восемь \часов вечера (утра) στις οχτώ το βράδυ (το πρωί)· за \час до... μια ώρα πριν...* * *мη ώραдва часа́ — δυο ώρες
полтора́ часа́ — μιάμιση ώρα
че́рез час — ύστερα από μια ώρα, σε μια ώρα
кото́рый час? — τι ώρα είναι
в двена́дцать часо́в дня — στις δώδεκα η ώρα
в во́семь часо́в ве́чера (утра́) — στις οχτώ το βράδυ (το πρωί)
за час до... — μια ώρα πριν…
-
10 двеиадцагый
двеиадцаг||ыйчисл. порядк. δωδέκατος:\двеиадцагыйого (числа) στίς δώδεκα τοῦ μηνός· ему́ пошел \двеиадцагый год μπήκε στά δώδεκα. -
11 twelve
[twelv] 1. noun1) (the number or figure 12.) δώδεκα2) (the age of 12.) δώδεκα χρονών2. adjective1) (12 in number.) που ανέρχεται ποσοτικά στον αριθμό 122) (aged 12.) δωδεκάχρονος•- twelve-- twelfth
- twelve-year-old 3. adjective((of a person, animal or thing) that is twelve years old.) δωδεκάχρονος -
12 гросс
торг. οι δώδεκα δωδεκάδες/ντου-ζίνες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гросс
-
13 двенадцать
двенадцатьчисл. колич. δώδεκα. -
14 первый
перв||ыйчисл. порядк. πρώτος:\первый этаж τό πρώτο πάτωμα· Первое мая ἡ πρώτη Μαΐου· \первыйого января τήν πρωτοχρονιά· \первый ученик ὁ πρώτος μαθητής· \первыйые овощи, \первыйые плоды́ τά πρωτολούβια, τά πρωΤίμάδια· в \первыйом часу́ μετά τίς δώδεκα· по \первыйому требованию μέ τήν πρώτη ζήτηση· занять \первыйое место καταλαμβάνω τήν πρώτη θέση· ◊ \первыйая помощь οἱ πρώτες βοήθειες· \первый встречный ὁ πρώτος τυχών с \первыйого взгляда ἐκ πρώτης δψεως, μέ τήν πρώτη ματιά· в \первыйую очередь πριν ἀπ' ὅλα· тым делом πρίν ἀπ' ἔλα· играть \первыйую скрипку παίζω τό πρώτο βιολί. -
15 половина
полови́н||аж в разн. знач. τό μισό, τό ήμισυ:\половина первого δώδεκα καί μισή, δωδε-κάμιση· в первой \половинае ноября στό πρώτο δεκαπενθήμερο τοῦ Νοέμβρη· \половина игры (в футболе) τό ήμιχρόνιο, τό ήμίχρονον \половина зарплаты ὁ μισός μισθός· ◊ моя \половина шутл. (о жене, муже) τό ἔτερον ήμισό μου. -
16 четверть
четверт||ьж1. τό τέταρτο[ν], τό τεταρτημόριο[ν], τό κάρτο:\четверть года τό τρίμη-νο[ν], τό ἕνα τέταρτο τοῦ ἔτους· \четверть часа ἔν τέταρτον τής ὠρας, ἕνα κάρτο τής ὠρας· без \четвертьи двенадцать δώδεκα παρά « τέταρτο· \четверть второго μιά καί τέταρτο·2. муз. τό τέταρτο[ν]. -
17 twelve-
(having twelve (of something): a twelve-week delay.) δώδεκα -
18 двенадцать
[ντβινάνττσατ'] αριθ. δώδεκα -
19 двенадцать
[ντβινάνττσατ'] αριθ. δώδεκα -
20 гросс
-а α.δώδεκα δωδεκάδες (εμπόρευμα).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δώδεκα — twelve indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώδεκα — (AM δώδεκα) απόλυτο αριθμητικό που εκφράζει ποσότητα δέκα και δυο μονάδων νεοελλ. για χρονολογία ή με παράλειψη τού ουσ. που δηλώνει χρόνο («περπατά στα δώδεκα [χρόνια]», «στις δώδεκα [το μεσημέρι]»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFω δεκα (βλ. δύο) που… … Dictionary of Greek
δώδεκα- — α συνθετικό λέξεων, επιθέτων κυρίως, που δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται δώδεκα φορές … Dictionary of Greek
δώδεκα — απόλ. αριθμ. που δηλώνει μια δεκάδα και δύο μονάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δώδεκα Αποστόλων, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Καρδίτσης, γνωστό και με την ονομασία Κόκκινη Εκκλησιά. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων (έδρα Καρδίτσα). Ιδρύθηκε το 1940 … Dictionary of Greek
Μηναία — Δώδεκα λειτουργικά βιβλία της Βυζαντινής Εκκλησίας, στα οποία περιέχονται οι ακολουθίες των γιορτών και της ζωής των αγίων του εκκλησιαστικού έτους, που καλύπτουν το διάστημα από την 1η Σεπτεμβρίου έως την 31η Αυγούστου. Τα πρώτα Μ. εκδόθηκαν στη … Dictionary of Greek
δώδεκ' — δώδεκα , δώδεκα twelve indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώδεχ' — δώδεκα , δώδεκα twelve indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάμισυ — δώδεκα και μισό … Dictionary of Greek
Απόστολοι — I Στη χριστιανική εκκλησία είναι οι δώδεκα μαθητές του Ιησού Xpιστού, τους οποίους διάλεξε προσωπικά ο ίδιος και στους οποίους έδωσε το τιμητικό όνομα του Αποστόλου (Λουκ. στ’ 12 31). Αρχικά Α. ονομάζονταν οι δώδεκα μαθητές του Κυρίου, ο αριθμός… … Dictionary of Greek
δωδεκαφωνία — Σύγχρονη τεχνική μουσικής σύνθεσης που επινόησε και ανέπτυξε o Αυστριακός συνθέτης Άρνολντ Σένμπεργκ (1874 1951), ο οποίος μάλιστα την καθόρισε ως «μέθοδο μουσικής σύνθεσης με δώδεκα φθόγγους, που βρίσκονται σε σχέση μόνο μεταξύ τους». Η δ.… … Dictionary of Greek