-
1 δυναστεια
ἥ тж. pl.1) власть, господство(ἀρχέ καὴ δ. Soph.; αἱ δυναστεῖαι πολιτικαί Plat.; αἱ δυναστεῖαι τέν τιμέν ἔχουσιν Plut.)
2) (тж. δ. ὀλίγων ἀνδρῶν Thuc. и ὑπὸ τῶν ὀλίγων δ. Plat.) самовластие, олигархия Thuc., Lys., Plat.3) могущество, влиятельность4) pl. власти, правительство(τῶν πόλεων Polyb.)
-
2 δυναστεία
η1) династия; 2) царствование, правление -
3 δυναστεία
господство, владычеств -
4 δυναστεία
[династиа] ουσ. Θ. династия.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δυναστεία
-
5 δυναστεία
[династиа] ουσ θ династия. -
6 αλυπος
21) не знающий печалей, свободный от страданий(ἀρχέ καὴ δυναστεία Soph.)
2) неомрачаемый(κακῶν ἀλυπότατος βίος Plut.)
γήρως ἄ. Soph. — не удручаемый старостью, т.е. никогда не стареющий, вечный;ἄ. ἀέρ ὡρῶν Plut. — благодатный климат3) освобождающий от печалей, утоляющий страдания(οἴνου τέρψις Eur.)
-
7 εγγηρασκω
1) стариться2) дряхлеть, ослабевать, притуплятьсяπάντων τέν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι (fut. inf.) Thuc. — (Алкивиад сказал, что, если государство предастся бездействию), все знания придут в упадок;
πρὴν ἐγγηράσαι τέν ἀκμέν τῆς ἐλπίδος Plut. — пока не угасла последняя надежда -
8 ελλογιμος
2выдающийся, прославленный, славный, замечательный(ῥήτωρ Plat.; δυναστεία Polyb.; πολεμικαὴ πράξεις Plut.)
См. также в других словарях:
δυναστεία — δυναστείᾱ , δυναστεία power fem nom/voc/acc dual δυναστείᾱ , δυναστεία power fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστείᾳ — δυναστείᾱͅ , δυναστεία power fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστεία — η (AM δυναστεία) [δυναστεύω] αρχή, εξουσία, ηγεμονία μσν. νεοελλ. καταθλιπτική εξάσκηση εξουσίας, καταδυνάστευση, εξαναγκασμός νεοελλ. 1. σειρά ηγεμόνων μιας χώρας που ανήκουν στην ίδια οικογένεια («η δυναστεία τών Αψβούργων») 2. πολυμελής… … Dictionary of Greek
δυναστεία — η 1. σειρά ηγεμόνων που ανήκουν στην ίδια οικογένεια: Η δυναστεία των Βουρβόνων. 2. άσκηση τυραννικής εξουσίας: Εξεγέρθηκαν ενάντια στη βασιλική δυναστεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μακεδονική δυναστεία — Η πιο αξιόλογη δυναστεία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (867 1056). Η περίοδος της ακμής της (867 1025) χαρακτηρίζεται από μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες, αξιόλογο νομοθετικό έργο, ρηξικέλευθη κοινωνική πολιτική, πολύτιμα πνευματικά και… … Dictionary of Greek
Σουνγκ — Δυναστεία της Κίνας, η οποία άκμασε από το 960 έως το 1279. Διακρίνεται στη δυναστεία των Βόρειων Σ. ή κυρίως Σ., της οποίας ιδρυτής υπήρξε ο Τσάο Κουάνγκγιν και η οποία καταλύθηκε μετά την ολοσχερή κατάκτηση της Κίνας από τον Κουμπλάι Χαν, και… … Dictionary of Greek
δυναστείας — δυναστείᾱς , δυναστεία power fem acc pl δυναστείᾱς , δυναστεία power fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καραμανίδες — Δυναστεία Τουρκομάνων της Μικράς Ασίας, που οφείλει την ονομασία της στον Αρμένιο ιδρυτή της, Καραμάν. Ο ίδιος, ευνοούμενος του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου Αλαεντίν Α’ (1220 37), κατέλαβε με τη βοήθειά του ανώτατα αξιώματα και έγινε… … Dictionary of Greek
Αβασίδες — Δυναστεία χαλίφηδων, η οποία διαδέχτηκε το 747 τη δυναστεία των Ομεϊαδών. Ιδρυτής της υπήρξε ο Αμπούλ Αμπάς, ο επιλεγόμενος αλ Σαφάχ(αιμοδιψής). Ενώ οι Α. εδραίωναν την εξουσία τους, ο τελευταίος από τους Ομεϊάδες, αφού γλίτωσε από τη σφαγή που… … Dictionary of Greek
Σελτζούκοι — Δυναστεία των Τούρκων Ογκούζ, που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη μουσουλμανική Ανατολή του 11ου και 12ου αι. Ο πρώτος μέγας Σ. ήταν ο Τογκρούλ Μπεγκ, ο οποίος κυρίευσε το Χορασάν το Ιράν και εγκαταστάθηκε στη Βαγδάτη. Έγινε ο προστάτης του χαλιφάτου… … Dictionary of Greek
Γαζναβίδες ή Γαζυεβίδες — Δυναστεία Τουρκομάνων (τέλη 10ου – τέλη 12ου αι.), που ονομάστηκαν έτσι από την πόλη Γάζνη, πρωτεύουσα του βασιλείου τους. Ιδρυτής της δυναστείας αυτής ήταν ο σουλτάνος Μαχμούτ, που διακρινόταν τόσο για την απληστία του και τη σκληρότητά του όσο… … Dictionary of Greek