Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δυνάμει

  • 1 сила

    θ.
    1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•

    обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•

    богатырская сила ηράκλεια δύναμη•

    напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.

    || μτφ. δύναμη πνευματική•

    душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•

    умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•

    сила характера δύναμη του χαρακτήρα.

    2. βία•

    применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.

    3. (τεχ.) ισχύς•

    сила машины ισχύς μηχανής•

    падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•

    центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•

    сила тяжести η δύναμη του βάρους.

    4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•

    сила государства ισχύς του κράτους•

    сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•

    покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•

    сила слова η δύναμη του λόγου•

    сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•

    сила ветра η δύναμη του ανέμου•

    сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•

    неестественная -υπερφυσική δύναμη•

    производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•

    рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•

    движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•

    реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•

    вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.

    5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•

    делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.

    6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.
    εκφρ.
    в -у – δύσκολα, μετά βίας•
    в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•
    в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•
    от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•
    ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•
    по -е возможности – κατά το δυνατό•
    под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•
    с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•
    через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•
    -ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•
    отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•
    всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•
    взять -уκ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•
    пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•
    быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•
    выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•
    сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•
    что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•
    в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > сила

  • 2 кислотность

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кислотность

  • 3 ход

    1. (движение) η κίνηση, η πορεία
    во время - а судна мор. κατά την πορεία του σκάφους
    на - у мор. σε πορεία, εν πλω
    2. (пере-мещение механизма) η διαδρομή, η μετακίνηση 3. (работа, эксплуатация) η κίνηση, η λειτουργία 4. (скорость) η ταχύτητα, η κίνηση
    - малый вперёд мор. - πρόσω αργά
    - малый назад мор. - ανάποδα αργά
    полный вперед мор. - πρόσω ολοταχώς
    самый малый мор. - αργά
    средний мор. - ημιταχώς
    5. (в теплообменном аппарате) η διαδρομή 6. (место, через которое проходят) η διάβαση, η είσοδος
    το πέρασμα
    чёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πίσω πόρτα
    7. (развитие чего-л.) η πορεία
    - болезни - της ασθένειας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ход

  • 4 сила

    си́л||а
    ж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:
    богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς.

    Русско-новогреческий словарь > сила

  • 5 Importance

    subs.
    P. and V. μέγεθος, τό, ὄγκος, ὁ.
    High position: P. and V. ἀξίωμα, τό.
    Influence ( power of affecting things): P. and V. ῥοπή, ἡ.
    Self importance: P. and V. τὸ σεμνόν, σεμνότης, ἡ.
    Be of importance, matter, v.: P. and V. διαφέρειν.
    Be a person of importance: P. and V. εἶναί τις.
    Of importance: use important.
    Consider of importance: P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι (acc.).
    Prior in importance: P. πρότερος τῇ δυνάμει (Dem. 32).
    When their position rose to one of importance: P. προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων (Thuc. 1, 16).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Importance

  • 6 Instinct

    subs.
    Use P. and V. φύσις, ἡ.
    By the power of instinct, with a minimum of training he showed himself supreme in extemporising ways and means: P. φύσεως μὲν δυνάμει, μελέτης δε βραχύτητι κράτιστος δὴ οὗτος αὐτοσχεδιάζειν τὰ δέοντα ἐγένετο (Thuc. 1, 138).
    Instinct with, possessed with, adj.: P. and V. ἐπήβολος (gen.) (Plat.).
    Full of: P. and V. μεστός (gen.); see Full.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Instinct

  • 7 Mercy

    subs.
    Pity: P. and V. ἔλεος, ὁ. οἶκτος, ὁ (Thuc. 7, 77).
    Pardon: P. and V. συγγνώμη, ἡ, V. σύγγνοια, ἡ.
    Mercifulness: P. ἐπιείκεια, ἡ, αἴδεσις, ἡ, P. and V. αἰδώς, ἡ.
    Obtain mercy: V. αἰδοῦς τυγχνειν (Eur., H.F. 301).
    Ask for mercy: P. and V. παρεσθαι (absol.).
    Show mercy: P. and V. αἰδεῖσθαι (absol.) (Dem. 983; Eur., Med. 349).
    Have mercy on, pity: P. and V. ἐλεεῖν οἰκτείρειν; see Pity.
    Pardon: P. and V. συγγιγνώσκειν (dat.).
    Spare: P. and V. φείδεσθαι (gen.).
    Have at one's mercy: P. and V. ποχείριον λαμβνειν (acc.), V. χείριον λαμβνειν (acc.).
    At the mercy of: P. and V. ἐπ (dat.).
    Leave a matter at the mercy of the speakers' capacity: P. ἐπὶ τῇ τῶν λεγόντων δυνάμει τὸ πρᾶγμα καταστῆσαι (Dem., 596).
    He is at the mercy of the speaker: V. ἐστὶ τοῦ λέγοντος (Soph., O.R. 917), cf., Ar. μὴ τοῦ λέγοντος ἴσθι. (Eq. 860).
    Being always at the mercy of their assailants: P. ὄντες ἀεὶ τῶν ἐπιτιθεμένων (Plat., Pol. 307E).
    ( I think) that the virtues of many should not be at the mercy of one man: P. μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσθαι (Thuc. 2, 35).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mercy

  • 8 Order

    subs.
    Regularity: P. and V. κόσμος, ὁ.
    Arrangement: P. and V. τάξις, ἡ, P. διάταξις, ἡ.
    Order of battle: P. and V. τάξις, ἡ, P. παράταξις, ἡ.
    In good order: use adj., P. and V. εὐτάκτως.
    Retreat in good order: P. συντεταγμένοι ἐπαναχωρεῖν.
    Draw up in order of battle: P. παρατάσσεσθαι (mid.) (acc.).
    Be drawn up in order of battle: Ar. and P. παρατάσσεσθαι (pass.).
    They drew up in order against one another: P. ἀντιπαρετάσσοντο.
    In order, in succession: P. and V. ἐφεξῆς, ἑξῆς.
    Action, though in order of time subsequent to speaking and voting, in importance is prior and superior: P. τὸ πράσσειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ν τῇ τάξει πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖσσόν ἐστι (Dem. 32).
    Tell in order, v.: V. στοιχηγορεῖν (acc.).
    In order that: P. and V. ὅπως (subj. or opt.), να (subj. or opt.), ὡς (subj. or opt.).
    Bring to order: P. and V. ῥυθμίζειν (Plat.), σωφρονίζειν, Ar. and V. ἁρμόζειν.
    Be the order of the day: P. and V. κρατεῖν, P. ἐπικρατεῖν; see Prevail.
    I am loyal to the established order: P. εὔνους εἰμὶ τοῖς καθεστηκόσι πράγμασι (Lys. 145).
    Class, kind: P. and V. γένος, τό, P. ἔθνος, τό.
    Social division: P. and V. μερς, ἡ.
    Command: P. πρόσταγμα, τό, ἐπίταγμα, τό, V. ἐντολή, ἡ (Plat. also but rare P.), κέλευσμα, τό, κελευσμός, ὁ, ἐφετμή, ἡ, ἐπιστολαί, αἱ.
    Public command: P. πρόρρησις, ἡ.
    Give public orders: P. and V. προειπεῖν; see Proclaim.
    ——————
    v. trans.
    Regulate: P. and V. κοσμεῖν, τάσσειν, συντάσσειν, Ar. and P. διατιθέναι, P. διακοσμεῖν, διατάσσειν, V. στοιχίζειν, διαστοιχίζεσθαι; see also Arrange.
    Order aright: P. and V. εὖ τιθέναι (or mid.), καλῶς τιθέναι (or mid.).
    Order justly: V. δικαίως τιθέναι.
    Command: P. and V. κελεύειν (τινά τι), ἐπιστέλλειν (τινί τι). ἐπιτάσσειν (τινί τι), προστάσσειν (τινί τι), ἐπισκήπτειν (τινί τι), Ar. and V. ἐφεσθαι (τινί τι); see Command.
    Prescribe: P. and V. ἐξηγεῖσθαι.
    Give signal to: P. and V. σημαίνειν (dat.).
    Order about domineer over: P. and V. δεσπόζειν (gen. V. also acc.).
    Join in ordering: P. and V. συγκελεύειν (absol.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Order

См. также в других словарях:

  • δυνάμει — δύναμις power fem nom/voc/acc dual (attic epic) δυνάμεϊ , δύναμις power fem dat sg (epic) δύναμις power fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • МАТЕРИЯ — одно из наиболее многозначных филос. понятий, которому придается один (или некоторые) из следующих смыслов: 1) то, определяющими характеристиками чего являются протяженность, место в пространстве, масса, вес, движение, инерция, сопротивление,… …   Философская энциклопедия

  • АЛЕКСАНДР АФРОДИСИЙСКИЙ —     АЛЕКСАНДР АФРОДИСИЙСКИЙ (Ἀλέξανδρος ὁ Ἀφροδισιεύς) (кон. 2 нач. 3 в. н. э.), комментатор Аристотеля, глава Перипатетической школы в Афинах ок. 198 209. А. первый в ряду античных комментаторов, наследие которого сохранилось в достаточно… …   Античная философия

  • МАТЕРИЯ —     МАТЕРИЯ (ὕλη), понятие древнегреческой, затем всей европейской философии; играет важную роль в онтологии, натурфилософии, теории познания. Основные значения понятия материи: 1) субстрат, «подлежащее», «то, из чего» (Аристотель) возникают и… …   Античная философия

  • εξελιξιαρχία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από μία μορφή ζωής σε μία άλλη ερμηνεύει την υπόσταση τόσο της υλικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Η άποψη για την εξελικτική υφή των όντων, που γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τον 19o αι …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • ИУСТИН ФИЛОСОФ — [греч. ᾿Ιουστῖνος Θιλόσοφος] (кон. I нач. II в., г. Флавия Неаполь 165, Рим), мч. (пам. 1 июня), апологет, отец Церкви. Жизнь Мч. Иустин Философ. Роспись ц. свт. Николая мон ря Ставроникита, Афон. Мастера Феофан Критский и Симеон. 1546 г. Мч.… …   Православная энциклопедия

  • Nature (philosophy) — Nature is a concept with two major sets of inter related meanings, referring on the one hand to the things which are natural, or subject to the normal working of laws of nature , or on the other hand to the essential properties and causes of… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»