-
1 διορύττω
прорываю (т.е. прорыть) -
2 διορύσσω
διορύττω μετ. рыть, копить (ров, канал и т. л.) -
3 διορυσσω
атт. διορύττω1) прокапывать, прорывать(τάφρον Hom. - in tmesi; τὸν Ἄθω Lys., Isocr.; τέν κατὰ τέν θάλατταν χώραν Arst.; Χερρόννησον Dem.)
2) вести подкоп, проламывать(τοῖχον Her., Thuc., Arph., Dem.)
3) раскапывать, разрывать(τάφος διωρορυγμένος Plut.)
4) вскрывать(ἐπιστόλια ἀλλότρια Plut.)
5) закапывать, зарывать(ἐπὴ τιμωρίᾳ διωρυγμένος Diod.)
6) подкапывать, подрывать, разрушать(διορύξαι πράγματα Dem.)
διωρορυγμένος δωροδοκίᾳ Plut. — подкупленный7) перен. раскапывать, разведывать(τὰ βουλευόμενα Plut.)
ἐπιστόλια ἀλλότρια δ. Plut. — вскрывать чужие письма
См. также в других словарях:
διορύττω — διορύσσω dig through pres subj act 1st sg (attic) διορύσσω dig through pres ind act 1st sg (attic) διορύ̱ττω , διορύσσω dig through pres subj act 1st sg (attic) διορύ̱ττω , διορύσσω dig through pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορύσσω — (AM διορύσσω και διορύττω) [ορύσσω] σκάβω από τη μια άκρη ώς την άλλη, ανοίγω δίοδο αρχ. 1. υποσκάπτω, υπονομεύω 2. διερευνώ, εξετάζω, ανακαλύπτω 3. χώνω, θάβω στη γη, κρύβω … Dictionary of Greek
ԱԿԱՆ — (յական.) NBH 1 0021 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. διόρυγμα fossa. perfossio Փոս կամ ծակ իբրեւ ակն՝ փորեալ ընդ երկրաւ կամ յորմս առ գողութեան եւ յայլ պէտս, որ եւ վիհ. նկուղ. ... *Եթէ յական գտանիցի գող, եւ խոցեալ մեռցի, չէ այն նմա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)