Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δικαιωμάτων

  • 1 δικαιωμάτων

    δικαίωμα
    act of right: neut gen pl

    Morphologia Graeca > δικαιωμάτων

  • 2 δικαίωμα

    τό
    1) право;

    πολιτικά δικαίώματα — политические права;

    δικαίωμα ψήφου — право голоса;

    τα πλήρη δικαίώματα — полноправие;

    αποκατάσταση (στέρηση) των δικαίωμάτων — восстановление (поражение) в правах;

    έχω δικαίωμα γιά κάτι — иметь право на что-л.;

    στερώ των δικαίωμάτων — лишать прав;

    με πλήρες δικαίωμα — с полным правом;

    2) полномочия;
    3) разрешение;

    δίδω το δικαίωμα να., — позволять, разрешать...;

    4) πλ. налог, сбор;
    5) (чаще πλ.) гонорар, оплата

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δικαίωμα

  • 3 δικαιωμα

        - ατος τό
        1) (законное) требование, притязание, претензия, тж. жалоба Thuc., Isocr., Arst.
        2) наказание, кара
        3) справедливый поступок
        

    (δ. τὸ ἐπανόρθωμα τοῦ ἀδικήματος Arst.)

        4) предписание, заповедь
        

    (τοῦ θεοῦ NT.)

        5) оправдание

    Древнегреческо-русский словарь > δικαιωμα

  • 4 εκδοχεύς

    (-εως) ο юр. доверенное лицо;

    εκδοχεύς των δικαιωμάτων — правопреемник

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκδοχεύς

  • 5 έκπτωση

    [-ις (-εως)] η
    1) снижение, понижение (цены), скидка;

    με έκπτωση — со скидкой;

    2) перен. падение, упадок;
    3) лишение (должности, прав и т. п.);

    έκπτωση από των κληρονομικών δικαιωμάτων — лишение права на наследство;

    έκπτωση εκ της εξουσίας — лишение власти;

    έκπτωση από τού θρόνου — свержение е престола;

    4) отмена, аннулирование (договора, соглашения);
    5) мор. расстояние дрейфа судна в подветренную сторону или в сторону течения; 6) грам, выпадение (гласного или согласного)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έκπτωση

  • 6 εκχώρηση

    [-ις (-εως)] η уступка, отказ в чью-л. пользу, передача, предоставление (прав, имущества и т. п.);

    εκχώρηση των δικαιωμάτων — передача прав, отказ от прав

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκχώρηση

  • 7 εξίσωση

    [-ις (-εως)] η
    1) уравновешивание, уравнивание; приравнивание, сравнивание;

    εξίσωση των δικαιωμάτων — уравнение в правах;

    2) подведение баланса;
    3) баланс; 4) мат. уравнение;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξίσωση

  • 8 περιφρούρηση

    [-ις (-εως)] η охрана, защита, отстаивание;

    η περιφρούρηση των δικαιωμάτων μου — защита своих прав

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιφρούρηση

  • 9 στέρηση

    [-ις (-εως)] η
    1) лишение;

    στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων — лишение гражданских прав:

    2) нужда, недо- статок, нехватка; материальные затруднения;

    ζω με στέρήσεις — жить в нужде, в лишениях;

    3) утрата, потеря

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στέρηση

  • 10 στερώ

    (ε) μετ. лишать, отнимать;

    στερώ κάποιον των εκλογικών του δικαιωμάτων — лишать кого-л. избирательных прав;

    στερώ την ελευθερία κάποιου — лишать кого-л. свободы;

    στερώ κάποιον τού βαθμού — лишать звания, разжаловать;

    στερούμαι

    1) — жить в лишениях, терпеть лишения, нужду;

    нуждаться;
    2) лишаться (чего-л.); нести утрату, потерю

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στερώ

  • 11 συμψηφισμός

    ο
    1) отнесение, включение (в счёт чего-л.);

    συμψηφισμός χρέους — отнесение долга в счёт чего-л.;

    2) балансирова- ние, уравновешивание; приведение в соответствие;

    συμψηφισμός δικαιωμάτων και απαιτήσεων — приведение в соответствие прав и требований;

    3) юр.:

    συμψηφισμ ποινής — поглощение меньшего наказания большим;

    συμψηφισμός δικαστικών εξόδων — принятие на себя судебных издержек третьим лицом;

    4) юр. аннулирование просроченного иска;
    5) эк клиринг;

    γραφείον συμψηφισμοθ — банковская расчётная палата

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συμψηφισμός

  • 12 υπέρβαση

    [-ις (-εως)] η
    1) превышение;

    υπέρβαση δαπανών — перерасход;

    κάνω υπέρβαση καθηκόντων (δικαιωμάτων) — превышать свои полномочия (права);

    κάνω υπέρβαση της αρμοδιότητας μου — превышать свою власть, свою компетенцию;

    καθ' υπέρβασιν τού ωρισμένου αριθμού — сверх установленного лимита;

    υπέρβαση αμύνης юр. — превышение предела необходимой самообороны;

    2) преодоление (трудностей, препятствий и т. п.);

    υπέρβασ εμποδίου — преодоление препятствия;

    3) переваливание (через хребет)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπέρβαση

  • 13 δικαίωμα

    δικαίωμα, ατος, τό (Thu.+; ins, pap, LXX; En 104:9; ParJer 6:23; Just., D. 46, 2)
    a regulation relating to just or right action, regulation, requirement, commandment (so mostly LXX; Philo, Det. Pot. Ins. 68; Jos., Bell. 7, 110, Ant. 17, 108; Cass. Dio 36, 23 of the laws; POxy 1119, 15 τῶν ἐξαιρέτων τῆς ἡμετέρας πατρίδος δικαιωμάτων) w. ἐντολαί and κρίματα (as Num 36:13; Dt 4:40; cp. 6:1; 7:11 al. cp. Theoph. Ant. 3, 11 [p. 226, 29]) Lk 1:6; (w. προστάγματα, as Gen 26:5) 1 Cl 2:8; 35:7 (Ps 49:16); τὰ δεδομένα δ. the commandments which were given 58:2 (δικ. διδόναι: Jos., C. Ap. 2, 37); δ. τοῦ νόμου the requirements of the law Ro 2:26; 8:4. Esp. of God’s requirements: δ. τοῦ θεοῦ Ro 1:32; B 4:11; 10:2 (cp. Dt 4:1). κυρίου Hm 12, 6, 4. ἐκζητεῖν τὰ δ. κυρίου seek out the Lord’s requirements B 2:1. μανθάνειν 21:1; γνῶσις τῶν δ. 21:5. λαλεῖν δ. κυρίου speak of the law of the Lord 10:11; σοφία τῶν δ. the wisdom revealed in his ordinances 16:9; δ. λατρείας regulations for worship Hb 9:1; δ. σαρκός regulations for the body vs. 10.
    an action that meets expectations as to what is right or just, righteous deed (Aristot. EN 1135a, 12f, Rhet. 1359a, 25; 1373b, 1; 3 Km 3:28; Bar 2:19) διʼ ἑνὸς δικαιώματος (opp. παράπτωμα) Ro 5:18.—B 1:2 (cp. Wengst, Barnabasbrief 196, n. 4); Rv 15:4 (here perh.=‘sentence of condemnation’ [cp. Pla., Leg. 9, 864e; ins fr. Asia Minor: LBW 41, 2 [κατὰ] τὸ δι[καί]ωμα τὸ κυρω[θέν]=‘acc. to the sentence which has become valid’]; difft. Wengst, s. above); 19:8.
    to clear someone of a violation Ro 5:16 (opp. κατάκριμα) it is prob. chosen because of the other words in-μα, and is equiv. in mng. to δικαίωσις (on the linguistic possibility s. Kühner-Bl. II 272 and Schwyzer I 491: forms in-μα, which express the result of an action.—En 104:9 δικαίωμα may stand for δικαιοσύνη [cp. Ezk 18:21 and v.l.], but the text appears to be corrupt).—DELG s.v. δίκη. M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > δικαίωμα

  • 14 πλούσιος

    πλούσιος, ία, ιον (πλοῦτος; Hes., Hdt.+)
    pert. to having an abundance of earthly possessions that exceeds normal experience, rich, wealthy, ἦν Ἰωακεὶμ πλ. σφόδρα GJs 1:1 (Sus 4 Theod.); ἄνθρωπος πλ. a rich man (i.e. one who does not need to work for a living) Mt 27:57; Lk 12:16; cp. 16:1, 19 (here, in P75, the rich man’s name is given as Νευης, q.v. as a separate entry); 18:23; 19:2. γείτονες πλ. wealthy neighbors 14:12.—Subst. ὁ πλ. the rich man (oft. in contrast to the poor; cp. TestAbr A 19 p. 101, 20, [Stone p. 50; opp. πένης, who must work for a living].—S. PFurfey, CBQ 5, ’43, 241–63) Lk 16:21f; Js 1:10f; 1 Cl 13:1 (Jer 9:22); 38:2; Hs 2:5–7 (vs. 4 εἰς πτωχὸν καὶ πλούσιον the art. is omitted after the prep.). Pl. οἱ πλ. (Menand., Cith. Fgm. 1, 1 Kö. [=Fgm. 281, 1]) Lk 6:24; 21:1; 1 Ti 6:17; Js 2:6; 5:1; Rv 6:15; 13:16; 1 Cl 16:10 (Is 53:9); Hs 2:8; 9, 20, 1f. Without the art. πλούσιος a rich man Mt 19:23f; Mk 10:25; Lk 18:25 (cp. Sextus 193 χαλεπόν ἐστιν πλουτοῦντα σωθῆναι; s. also Pla., Laws 5, 743a). Pl. Mk 12:41; B 20:2; D 5:2.—Of the preexistent Christ διʼ ὑμᾶς ἐπτώχευσεν πλούσιος ὤν for your sake he became penniless, though he was rich 2 Cor 8:9 (here the emphasis on wealth vs. poverty relates esp. to status, cp. Phil 2:6–11; some place the pass. in 2 below; opp. Demosth 18, 131).
    pert. to being plentifully supplied with someth., abound (in), rich (in), fig. ext. of 1 (Menand., Fgm. 936 Kö. and EpArist 15 πλουσία ψυχή; PsSol 5:14 δόμα … πλούσιον; CIG IV, 9688, 4f τέκνα) rich ἔν τινι in someth. of God ἐν ἐλέει Eph 2:4; of humans ἐν πίστει Js 2:5. πλ. τῷ πνεύματι (analogous, but not in contrast to πτωχὸς τῷ πνεύματι Mt 5:3) rich in spirit (paralleling ἁπλοῦ τῇ καρδία) B 19:2. Abs., of those who are rich in a transcendent sense Rv 2:9; 3:17; cp. (ἡ ἔντευξίς ἐστιν) πλουσία πρὸς κυρίον Hs 2:6. ἀπὸ τοῦ πλουσίου τῆς ἀγάπης κυρίου from the Lord, who is rich in love B 1:3 (on the text which, perhaps, is damaged, s. Windisch, Hdb. ad loc.). The text is also uncertain in vs. 2, where μεγάλων ὄντων καὶ πλουσίων τῶν τοῦ θεοῦ δικαιωμάτων εἰς ὑμᾶς is prob. to be rendered: since the righteous deeds of God toward you are great and generous. For 2 Cor 8:9 s. 1 above.—For lit. s. under πλοῦτος, πτωχός.—DELG s.v. πλοῦτος. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πλούσιος

См. также в других словарях:

  • δικαιωμάτων — δικαίωμα act of right neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ικανότητα — Ψυχοσωματικό χαρακτηριστικό που αποκτάται με άσκηση, η οποία επιτρέπει ή διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων. Η ι. μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως καρπός της πράξης της αγωγής που θεμελιώνεται στις έμφυτες ιδιότητες του ατόμου και… …   Dictionary of Greek

  • φεμινισμός — Ιδεολογικό κίνημα, που διεκδικεί την εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Φαινόμενο τυπικό των νεότερων χρόνων, εμφανίζεται ως θεωρία με τη Γαλλική επανάσταση. Έως τότε, το ζήτημα της θέσης της γυναίκας σε σχέση… …   Dictionary of Greek

  • δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… …   Dictionary of Greek

  • ισότητα — Απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ίσα πράγματα ή έννοιες· η εξομοίωση των πολιτών ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. (Μαθημ.) Βλ. λ. ισοδυναμία. (Νομ.) Το κεφάλαιο για τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελεί ένα από …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… …   Dictionary of Greek

  • φυσικοδικαιοκρατία — Όρος που καθιερώθηκε πρόσφατα διεθνώς με βάση τον όρο φυσικό δίκαιο (ius naturale), κατ’ αναλογία προς τον όρο φυσιοκρατία (naturalismus). Αφού το φυσικό δίκαιο είναι δίκαιο που δεν νομοθετήθηκε, ως φ. λαμβάνεται κάθε αντίληψη που, στη φιλοσοφία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»