-
1 δικαίωμα
τό1) право;πολιτικά δικαίώματα — политические права;
δικαίωμα ψήφου — право голоса;
τα πλήρη δικαίώματα — полноправие;
αποκατάσταση (στέρηση) των δικαίωμάτων — восстановление (поражение) в правах;
έχω δικαίωμα γιά κάτι — иметь право на что-л.;
στερώ των δικαίωμάτων — лишать прав;
με πλήρες δικαίωμα — с полным правом;
2) полномочия;3) разрешение;δίδω το δικαίωμα να., — позволять, разрешать...;
4) πλ. налог, сбор;5) (чаще πλ.) гонорар, оплата -
2 δικαιωμα
-
3 εκδοχεύς
(-εως) ο юр. доверенное лицо;των δικαιωμάτων — правопреемник -
4 έκπτωση
[-ις (-εως)] η1) снижение, понижение (цены), скидка;με έκπτωση — со скидкой;
2) перен. падение, упадок;3) лишение (должности, прав и т. п.);έκπτωση από των κληρονομικών δικαιωμάτων — лишение права на наследство;
έκπτωση εκ της εξουσίας — лишение власти;
από τού θρόνου — свержение е престола;4) отмена, аннулирование (договора, соглашения);5) мор. расстояние дрейфа судна в подветренную сторону или в сторону течения; 6) грам, выпадение (гласного или согласного) -
5 εκχώρηση
[-ις (-εως)] η уступка, отказ в чью-л. пользу, передача, предоставление (прав, имущества и т. п.);εκχώρηση των δικαιωμάτων — передача прав, отказ от прав
-
6 εξίσωση
[-ις (-εως)] η1) уравновешивание, уравнивание; приравнивание, сравнивание;εξίσωση των δικαιωμάτων — уравнение в правах;
2) подведение баланса;3) баланс; 4) мат. уравнение;λύω την εξίσωση — решать уравнение
-
7 περιφρούρηση
[-ις (-εως)] η охрана, защита, отстаивание;η περιφρούρηση των δικαιωμάτων μου — защита своих прав
-
8 στέρηση
-
9 στερώ
(ε) μετ. лишать, отнимать;στερώ κάποιον των εκλογικών του δικαιωμάτων — лишать кого-л. избирательных прав;
στερώ την ελευθερία κάποιου — лишать кого-л. свободы;
στερώ κάποιον τού βαθμού — лишать звания, разжаловать;
1) — жить в лишениях, терпеть лишения, нужду;στερούμαι
нуждаться;2) лишаться (чего-л.); нести утрату, потерю -
10 συμψηφισμός
ο1) отнесение, включение (в счёт чего-л.);συμψηφισμός χρέους — отнесение долга в счёт чего-л.;
2) балансирова- ние, уравновешивание; приведение в соответствие;συμψηφισμός δικαιωμάτων και απαιτήσεων — приведение в соответствие прав и требований;
3) юр.:συμψηφισμ ποινής — поглощение меньшего наказания большим;
συμψηφισμός δικαστικών εξόδων — принятие на себя судебных издержек третьим лицом;
4) юр. аннулирование просроченного иска;5) эк клиринг;γραφείον συμψηφισμοθ — банковская расчётная палата
-
11 υπέρβαση
[-ις (-εως)] η1) превышение;υπέρβαση δαπανών — перерасход;
κάνω υπέρβαση καθηκόντων (δικαιωμάτων) — превышать свои полномочия (права);
κάνω υπέρβαση της αρμοδιότητας μου — превышать свою власть, свою компетенцию;
καθ' υπέρβασιν τού ωρισμένου αριθμού — сверх установленного лимита;
υπέρβαση αμύνης юр. — превышение предела необходимой самообороны;
2) преодоление (трудностей, препятствий и т. п.);υπέρβασ εμποδίου — преодоление препятствия;
3) переваливание (через хребет)
См. также в других словарях:
δικαιωμάτων — δικαίωμα act of right neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ικανότητα — Ψυχοσωματικό χαρακτηριστικό που αποκτάται με άσκηση, η οποία επιτρέπει ή διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων. Η ι. μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως καρπός της πράξης της αγωγής που θεμελιώνεται στις έμφυτες ιδιότητες του ατόμου και… … Dictionary of Greek
φεμινισμός — Ιδεολογικό κίνημα, που διεκδικεί την εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Φαινόμενο τυπικό των νεότερων χρόνων, εμφανίζεται ως θεωρία με τη Γαλλική επανάσταση. Έως τότε, το ζήτημα της θέσης της γυναίκας σε σχέση… … Dictionary of Greek
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
ισότητα — Απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ίσα πράγματα ή έννοιες· η εξομοίωση των πολιτών ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. (Μαθημ.) Βλ. λ. ισοδυναμία. (Νομ.) Το κεφάλαιο για τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελεί ένα από … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
φυσικοδικαιοκρατία — Όρος που καθιερώθηκε πρόσφατα διεθνώς με βάση τον όρο φυσικό δίκαιο (ius naturale), κατ’ αναλογία προς τον όρο φυσιοκρατία (naturalismus). Αφού το φυσικό δίκαιο είναι δίκαιο που δεν νομοθετήθηκε, ως φ. λαμβάνεται κάθε αντίληψη που, στη φιλοσοφία… … Dictionary of Greek