-
1 διελκυστίνδα
η перетягивание на канате (игра) -
2 διελκυστίνδα
διελκ-υστίνδα παίζειν,A tug-of-war, Poll.9.112.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διελκυστίνδα
-
3 διελκυστίνδα
δι-ελκυστίνδα, das Ziehspiel, wobei ein Teil den andern über eine bestimmte Grenze zu ziehen suchte -
4 γραμμή
γραμμή, ἡ, 1) Linie, Strich, Plat. Prot. 326 d; bes. im mathemat. Sinne, z. B. Meno, Euclid.; Umriß einer Zeichnung, Pol. 2, 14, 8; Luc. Imag. 3; πάσαις ταῖς γραμμαῖς ἀπηκριβωμένη εἰκών 16; vgl. Plut. aud. poet. 2. – 2) der Strich, der den Anfang u. das Ende der Rennbahn bezeichnete, Schol. Pind. P. 9, 122, der das Sprichwort μὴ κίνει γραμμήν darauf zurückführt; also die Schranken, Ar. Ach. 483; das Ziel, das Ende, Pind. P. 9, 122; πρὶν ἂν πέλας γραμμῆς ἵκηται καὶ τέλος κάμψῃ βίου Eur. El. 955; ἀπὸ γραμμῆς, = ἀπ' ἀρχῆς, B. A. 426. – 3) αἱ γραμμαί, das mit Linien bezeichnete Spielbrett, πεσσός Poll. 9, 98; τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖ λίϑον Theocr. 6, 18 bezieht sich auf das unter ἱερός aufgeführte Sprichwort; s. auch διαγραμμίζω; – διὰ γραμμῆς παίζειν Plat. Theaet. 181 a, = διελκυστίνδα, Poll. 9, 112. – 4) γραμμὴ μακρά, der lange Strich, den die Richter auf den Stimmtäfelchen als Zeichen der Verurtheilung zogen, Poll. 8, 16; vgl. Schol. Ar. Vesp. 106.
-
5 ἑλκυστίνδα
ἑλκυστίνδα, = διελκυστίνδα, Eust. Il. 1111, 24.
-
6 γραμμη
дор. γραμμά ἥ1) черта, линия(ὑφήγησις τῶν γραμμῶν Plat.; ἥ γ. στιγμέ κινηθεῖσά, sc. ἐστιν Arst.; τῇ γραμμῇ τὸ τεῖχος ἀφορίζειν Plut.)
ἥ μακρὰ (sc. γ.) Arph. — длинная черта (которая проводилась на вотивной табличке судьей, голосовавшим за вынесение обвинительного приговора)2) очертания, контур(ἥ περιγράφουσα γ. Polyb.; sc. τῆς εἰκόνος Luc.)
4) перен. предел, цель(γ. καὴ τέλος βίου Eur.)
5) средняя линия (в игре в перетяжки - поздн. διελκυστίνδα - которая велась двумя рядами детей, обращенными друг к другу лицом и разделенными чертой; игра состояла в том, что каждый из участников старался перетянуть на свою сторону того из противников, который приближался к черте)6) (в игре на разграфленной доске, тж. ἱερὰ γ.) «священная» (магистральная) линия ( фигуры которой приберегались к концу партии)τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον погов. Theocr. — вводить в игру последние резервы, т.е. рисковать последним
-
7 γραμμή
A stroke or line of a pen, line, as in mathematical figures, γραμμῆς λόγος ὁ τῶν δύο Pythagorei ap.Arist. Metaph. 1036b12, cf. Pl.Men. 82c, R. 509d, etc.; περὶ ἀλόγων γ. title of work by Democritus, περὶ ἀτόμων γ., title of work ascribed to Arist.: hence γραμμαί, αἱ, astronomy, AP9.344 (Leon.); also in forming letters, line traced by teacher, Pl.Prt. 326d; outline, opp. σκιά, Metop. ap. Stob.3.1.116, cf. Plb.2.14.8;ἡ ἐκτὸς γ. Hero Aut.27.2
.II = βαλβίς, line across the course, starting- or winning-point, Pi.P.9.118, cf. Ar.Ach. 483;εὐθὺς ἀπὸ γ. Lib.Or.59.13
: metaph. of life,πέλας γραμμῆς ἱκέσθαι E.El. 956
;ἐπ' ἄκραν ἥκομεν γ. κακῶν Id.Fr. 169
;ἡ ἐσχάτη τοῦ βίου γ. D.S.17.118
: hence, boundary-line, edge, dub. l. in Hp.Art.80; cutting edge of a knife, Gal.2.673.III line or square on a chequer-board: hence prov., τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον to move a piece from this line, i. e. try one's last chance, Theoc. 6.18 (usu. called ἡ ἱερά (sc. γραμμή), cf. ἱερός) ; αἱ γ. the board itself, Poll.9.99.2 διὰ γραμμῆς παίζειν to play at tug-of-war ([etym.] διελκυστίνδα), Pl.Com.153.1, Pl.Tht. 181a.V Medic., linea alba, Gal.2.514.2 = ζέα, Hippiatr.1. -
8 συνέλκω
A draw together,σ. πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα νῦν καλουμένην Pl.Smp. 190e
; σ. τὰς ὀφρῦς, of frowning, Antiph.307; draw in, retract, (troch.);τὸν αὐχένα J.BJ6.1.8
:—[voice] Pass., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Str.3.5.7
; of cramp, Sor.2.28, Antyll. ap. Orib.8.6.32;ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται Sor.1.70b
.b metaph., συνειλκυσμένος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου <τῇ> πρὸς σὲ.. αἱρέσει drawn into association with the man by his friendship with you, UPZ146.4, cf. 31 (ii B.C.); dub. sens. in POxy.1188.9 (i A.D.).II pull along with, help to pull, Ar. Pax 417; σ. μετ' αὐτῶν ἡμᾶς αὐτούς help them in dragging us over (in the game διελκυστίνδα), Pl.Tht. 181a;τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος X.Ages.2.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνέλκω
-
9 ἑλκυστίνδα
ἑλκ-υστίνδα, Adv.A = διελκυστίνδα, Eust.1111.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκυστίνδα
См. также в других словарях:
διελκυστίνδα — η (Α επίρρ. διελκυστίνδα) παιχνίδι κατά το οποίο δύο ομάδες κρατούν τα άκρα ενός σχοινιού και προσπαθούν να παρασύρουν η μια την άλλη πέρα από την οροθετική γραμμή νεοελλ. φρ. «πολιτική διελκυστίνδα» η προσπάθεια πολιτικών ομάδων να… … Dictionary of Greek
διελκυστίνδα — η ομαδικό παιχνίδι που παίζεται με δύο ομάδες· κάθε ομάδα κρατά τη μια από τις δυο αντίθετες άκρες ενός σκοινιού και προσπαθεί να τραβήξει προς το μέρος της την άλλη ομάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
ελκυστίνδα — ἑλκυστίνδα (Α) διελκυστίνδα … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
τριχιά — η 1.τρίχινο σκοινί. 2. κάθε σκοινί: Στη διελκυστίνδα τραβάνε τριχιά. 3. τρίχινο νήμα που χρησιμοποιούν αυτοί που ράβουν δέρματα. 4. τρίχινο κόσκινο των μεταλλουργών, η σήτα, η σαλαγκιά. 5. σύνεργο για ψάρεμα από λεπτό νήμα με βαρίδι και αγκίστρι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)