-
1 διεγειρω
1) пробуждать, будить(τινά Plut.)
; med.-pass. пробуждаться, просыпаться(ἐξ ὕπνου Anth.)
πρὴν διεγερθῆναι Arst. — прежде чем проснуться2) возбуждать, вызывать(τὰ πένθη διὰ κολακείαν Plut.)
-
2 διεγείρω
διεγείρω 1 aor. διήγειρα; pass. impf. διηγειρόμην or διεγειρόμην (B-D-F §67, 2); 1 aor. διηγέρθην (s. ἐγείρω; Hippocr. et al.; UPZ 81, 3, 12 [II B.C.]; PTebt 804, 15; PGM 13, 279; LXX; TestSol; TestJob 14:2; Test12Patr) wake up, arouse someone who is asleep (Teles p. 18, 3; Polyb. 12, 26, 1; 3 Macc 5:15; Jos., Ant. 8, 349) Mk 4:38 v.l.; Lk 8:24. Pass. awaken (Esth 1:11; Philo, Vi. Cont. 89; Jos., Ant. 2, 82 ἐκ τ. ὕπνου) Mt 1:24 v.l.; Mk 4:39; Ac 16:10 D. Fig. (the pass. of the rekindling of a battle: Quint. Smyrn. 3, 20) of a calm sea: διηγείρετο was becoming aroused J 6:18. Act. fig. arouse, stir up w. acc. (2 Macc 7:21; 15:10; Jos., Bell. 2, 181 τὰς ἐπιθυμίας; TestDan 4:2 τ. ψυχήν) ἐν ὑπομνήσει by way of a reminder 2 Pt 1:13; 3:1. DELG s.v. ἐγείρω.—M-M. -
3 διεγείρω
(αόρ. διήγειρα, παθ. αόρ. διηγέρθην) μετ.1) возбуждать, пробуждать; вызывать; разжигать;διεγείρω την όρεξιν — возбуждать аппетит;
διεγείρω υπόνοιας — вызывать подозрения;
διεγείρω τα πνεύματα — волновать умы;
διεγείρω την περιέργεια κάποιου — разжечь чьё-л. любопытство;
2) подстрекать, побуждать (к чему-л.);διεγείρω κάποιον εναντίον άλλου — подстрелить кого-л, против кого-л.
-
4 διεγείρω
{с.гл., 7}1. пробуждать, будить, разбудить; ср.з.-страд. просыпаться, пробуждаться, вставать;2. возбуждать, вызывать, волновать.Ссылки: Мф. 1:24; Мк. 4:38, 39; Лк. 8:24; Ин. 6:18; 2Пет. 1:13; 3:1.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διεγείρω
-
5 διεγείρω
{с.гл., 7}1. пробуждать, будить, разбудить; ср.з.-страд. просыпаться, пробуждаться, вставать;2. возбуждать, вызывать, волновать.Ссылки: Мф. 1:24; Мк. 4:38, 39; Лк. 8:24; Ин. 6:18; 2Пет. 1:13; 3:1.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διεγείρω
-
6 διεγείρω
1. пробуждать, будить, разбудить; ср.з.-страд. просыпаться, пробуждаться, вставать; 2. возбуждать, вызывать, волновать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διεγείρω
-
7 διεγείρω
διά-ἐγείρωawaken: aor subj act 1st sgδιά-ἐγείρωawaken: pres subj act 1st sgδιά-ἐγείρωawaken: pres ind act 1st sgδιά-ἐγείρωawaken: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
8 διεγείρω
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διεγείρω
-
9 διεγείρω
[диэгиро] р. возбуждать, порождать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διεγείρω
-
10 διεγείρω
+ V 0-0-0-1-4=5 Est 1,1l; Jdt 1,4; 2 Mc 7,21; 15,10; 3 Mc 5,15A: to make up, to stir up [τι] 2 Mc 7,21; id. [τινα] 2 Mc 15,10 P: to awake Est 1,1l; to be raised up, to be built up Jdt 1,4 -
11 διεγείρω
[диэгиро] ρ возбуждать, порождать. -
12 διεγείρω
A wake up, Anaxipp.1.47, J.AJ8.13.7, Hdn.2.1.5; stir up, arouse, LXX 2 Ma.7.21; excite, promote,αὔξησιν φυτοῦ Gp.9.3.7
:—[voice] Pass., Hp.Ep.15, Arist.Pr. 876a22, LXXEs.11.11, Ph.2.485, Longus 2.35; to be raised up from a sick-bed, AP11.171 (Lucill.); [dialect] Ep. [tense] aor. διέγρετο ib.5.274 (Paul. Sil.).II raise,τὸν αὐχένα Hld. 4.4
;χώματα J.BJ6.1.1
, 6.2.7:—[voice] Pass., ;τοῖς πηδήμασι πρὸς οὐρανὸν διεγειρεσθε μἐσον Procop.Gaz.ἠθοπ.ποιμένος p.137B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεγείρω
-
13 διεγείρω
-
14 διεγείρω
1) éveiller2) stimuler -
15 διεγείρω
1) budzić czas.2) obudzić czas.3) pobudzać czas.4) podniecać czas.5) podniecić czas.6) stymulować czas.7) wzbudzać czas. -
16 διεγείρω
1) budit2) pohánět3) povzbudit4) probudit5) rozproudit6) stimulovat7) vzbouzet8) vzbudit -
17 διεγείρω
1) actuate2) arouse3) kindle4) stimulateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διεγείρω
-
18 éveiller
διεγείρω -
19 stimuler
διεγείρω -
20 rozproudit
διεγείρω
См. также в других словарях:
διεγείρω — διεγείρω, διήγειρα και διέγειρα βλ. πίν. 143 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διεγείρω — (AM διεγείρω) [εγείρω] εξεγείρω, ξεσηκώνω («διεγείρει τη μια φυλή εναντίον τής άλλης», «εἰ διεγείρης τὸν σὸν ἀδελφὸν κατὰ τοῡ Μουσταφᾱ») νεοελλ. 1. παρακινώ, παροτρύνω 2. προκαλώ έμμεσα τη διάπραξη αξιόποινης πράξης αρχ. μσν. ξυπνώ κάποιον,… … Dictionary of Greek
διεγείρω — διέγειρα, διεγέρθηκα, διεγερμένος 1. τονώνω κάτι: Η συμπεριφορά του διεγείρει το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν. 2. ερεθίζω, εξάπτω, προκαλώ: Πάντα διεγείρει τη φαντασία του παιδιού με τις ιστορίες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διεγείρω — διά ἐγείρω awaken aor subj act 1st sg διά ἐγείρω awaken pres subj act 1st sg διά ἐγείρω awaken pres ind act 1st sg διά ἐγείρω awaken aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοδιεγείρομαι — διεγείρω τον εαυτό μου, διεγείρομαι από μόνος μου … Dictionary of Greek
διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… … Dictionary of Greek
εξοροθύνω — ἐξοροθύνω (Α) διεγείρω, παρορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οροθύνω «ερεθίζω, διεγείρω»] … Dictionary of Greek
επόρνυμι — ἐπόρνυμι και ἐπορνύω (Α) 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὅς μοι ἐπῶρσε μένος», Ομ. Ιλ.) 2. διεγείρω και στέλνω εναντίον κάποιου («ἐπεὶ γὰρ Ἥρα σοι γένος Τυρσηνικὸν ληστῶν ἐπῶρσεν», Ευρ.) 3. στέλνω από ψηλά εναντίον κάποιου («Ζεύς... ὦρσεν ἀπ’ Ἰδαίων… … Dictionary of Greek
θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κατανύσσ — και κατανύγω (AM κατανύσσω) 1. διεγείρω σε κάποιον μύχια συναισθήματα ευσέβειας, φέρω κάποιον σε κατάσταση κατάνυξης («ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ», ΚΔ) 2. συγκινώ κάποιον υπερβολικά («ὡς δὲ ἤκουσαν, κατενύγησαν οἱ ἄνδρες καὶ λυπηρὸν ἦν… … Dictionary of Greek
παρορίνω — Α εξεγείρω, διεγείρω ελαφρά κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀρίνω «εγείρω, διεγείρω»] … Dictionary of Greek