Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διεγείρω

  • 81 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 82 подогреть

    ρ.σ.μ.
    1. θερμαίνω, ζεσταίνω ελαφρά ή ακόμα λίγο•

    подогреть воду ζεσταίνω λίγο το νερό.

    2. μτφ. διεγείρω, υποθάλπω, τονώνω•

    его -ло вино τον ζέστανε το κρασί.

    θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι (λίγο)•

    чайник -лся το τσαερό ζεστάθηκα λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > подогреть

  • 83 порывать(ся)

    -ает
    ρ.δ. απρόσ. παλ. διεγείρω, εξεγείρω φλέγω, ανάβω.
    1. σηκώνομαι απότομα, ανίσταμαι, ανορθώνομαι., πετάγομαι όρθιος.
    2. επιδιώκω δοκιμάζω, προσπαθώ αποπειρώμαι.
    ρ.δ.
    βλ. порвать(ся) (3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > порывать(ся)

  • 84 преисполнить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преисполненный, βρ: -нен, -а, -о
    ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) υπερπληρώ, παραγεμίζω• ολοκληρώνω. || διεγείρω κορώνω•

    преисполнить гневом ή гнева παροργίζω, παραθυμώνω•

    преисполнить расдражени-ем υπερερεθίζω.

    είμαι πλήρης, γεμάτος•

    преисполнить решимости είμαι όλος αποφασιστικότητα•

    преисполнить радости ή радостью είμαι όλος χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > преисполнить

  • 85 приподнять

    ρ.σ.μ.
    1. ανασηκώνω•

    приподнять больного на постели ανασηκώνω τον άρρωστο στο κρεβάτι•

    приподнять голову ανασηκώνω το κεφάλι.

    2. μτφ. ζωηρεύω, ζωντανεύω, διεγείρω. || ανυψώνω, εξυψώνω, ανεβάζω.
    ανασηκώνομαι•

    приподнять на колени ανασηκώνομαι στα γόνατα.

    Большой русско-греческий словарь > приподнять

  • 86 пришпорить

    ρ.σ.μ. σπιρουνίζω. || μτφ. κεντώ, διεγείρω.

    Большой русско-греческий словарь > пришпорить

  • 87 пробудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пробужденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. ξυπνώ, αφυπνίζω•

    шум меня -ил ο θόρυβος με ξύπνησε.

    || μτφ. διεγείρω, ανάβω-пробудить страсти ξυπνώ τα πάθη. || μτφ. ωθώ, παρακινώ•

    пробудить к деятельности δίνω ώθηση για δράση.

    2. μτφ. εμφανίζομαι, προβάλλω.
    ξυπνώ, αφυπνίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > пробудить

  • 88 раздразнить

    -азню -азнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздразнённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    ερεθίζω, αψώνω, φουρκίζω, τσιγκλώ, πικάρω• αγριεύω. || κεντώ• διεγείρω•

    -аппетит κινώ την όρεξη.

    Большой русско-греческий словарь > раздразнить

  • 89 раззадорить

    -рго -ришь
    ρ.σ.μ.
    ερεθίζω, αψώνω, διεγείρω• προκαλώ• γινατώνω.
    αψώνω, το βάζω πείσμα, γινάτι, πεισματώνω.

    Большой русско-греческий словарь > раззадорить

  • 90 раскачать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раскачанный, -чан, -а, -о.
    1. κουνώ, κινώ, ταλαντεύω• λικνίζω•

    раскачать маятник κουνώ το εκκρεμές.

    2. κουνώ στον αέρα.
    3. σείω, δονώ, κλονίζω.
    4. μτφ. ζωηρεύω, διεγείρω, κεντώ.
    1. κουνιέμαι, ταλαντεύομαι.
    2. σείομαι, δονούμαι, κλονίζομαι.
    3. μτφ. ζωηρεύω, γίνομαι ζωηρός.

    Большой русско-греческий словарь > раскачать

  • 91 расколыхать

    -лышу, -лышешь κ. (σπάνια) -аю, -аешь
    ρ.σ.μ.
    1. βλ. колыхать.
    2. μτφ. ταράσσω, διεγείρω, κινώ.
    1. ταράσσομαι, κινούμαι• σαλεύω• φουρτουνιάζω•

    море -шется η θάλασσα αρχίζει να φουρτουνιάζει.

    2. αναταράσσομαι• ανακατεύομαι• κινούμαι κυματοειδώς•

    массы -лись οι μάζες αναταράχτηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > расколыхать

  • 92 расшевелить

    -велю, -вели ь, παθ. μτχ. πο:ρλθ. χρ. расшевеленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.
    1. ανακινώ• ανασκαλεύω•

    расшевелить углы в печке ανασκαλεύω τα κάρβουνα στη θερμάστρα.

    || βάζω (θέτω) σε κίνηση• διεγείρω, ξυπνώ.
    2. μτφ. δραστηριοποιώ, παρακινώ, προτρέπω.
    1. κουνιέμαι, σαλεύω.
    2. ζωηρεύω, δραστηριοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > расшевелить

  • 93 хмелить

    -лит
    ρ.δ.μ.
    μεθώ κάποιον.
    διεγείρω, ενθουσιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > хмелить

  • 94 шевелить

    -велю, -велишь
    ρ.δ.
    1. μ. κινώ, κουνώ, σαλεύω, σείω•

    ветер -ит сучья деревьев ο άνεμος κουνά τα κλαδιά των δέντρων.

    || ανακατώνω, αναστρέφω, αναποδογυρίζω, ανασκαλίζω•

    шевелить соко αναστρέφω το χόρτο (για να ξεραθεί)•

    шевелить угли в печке ανασκαλίζω τα κάρβουνα στη θερμάστρα.

    2. μτφ. ανακινώ, αναδεύω• διεγείρω• κινώ, βάζω σε κίνηση•

    старые воспоминания ανακινώ παλαιές αναμνήσεις•

    он такой вялый; надо его шевелить είναι τόσο νωθρός, που πρέπει συχνά να τον τσινάς.

    3. θροώ, θροϊζω.
    1. κινούμαι, κουνιέμαι•

    листья -лятся от ветра τα φύλλα κουνιούνται από τον άνεμο•

    в строю шевелить нельзя στη σύνταξη δεν επιτρέπεται η κίνηση•

    он ещё не умер, -ится αυτός ακόμα δεν πέθανε, κουνιέται.

    2. μτφ. αναδεύομαι, ανακινούμαι, διεγείρομαι. || ταράσσομαι, αρχίζω να αντιδρώ.
    3. (προστκ.)
    ись
    -йтесь (παρότρυνση για δράση) κουνήσου, κουνηθείτε.
    εκφρ.
    - ятся деньгиπαλ. υπάρχουν χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > шевелить

  • 95 электризовать

    -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. электризованный, βρ: -вал, -а, -о
    ρ.δ.κ.σ.
    1. ηλεκτρίζω.
    2. μτφ. διεγείρω, εμψυχώνω.
    ηλεκρίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > электризовать

  • 96 ἐλαιάω

    A = διεγείρω, Suid., Zonar.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιάω

  • 97 διήγειρα

    διήγειρα s. διεγείρω.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > διήγειρα

  • 98 ἐγείρω

    ἐγείρω fut. ἐγερῶ; 1 aor. ἤγειρα. Pass.: pres. ἐγείρομαι, impv. 2 sg. ἐγείρου, pl. ἐγείρεσθε; 1 fut. ἐγερθήσομαι; 1 aor. ἠγέρθην; pf. ἐγήγερμαι (B-D-F §101 and 78; Rob. 1215) (Hom.+).
    to cause someone to wake from sleep, wake, rouse Mt 8:25; Mk 4:38; Ac 12:7.
    to cease sleeping, wake up, awaken fr. sleep, pass. intr. (PStras 100, 15 [II B.C.] ἐγερθεὶς ἐκάλουν βοηθούς) ἀπὸ τοῦ ὕπνου Mt 1:24 (cp. διεγείρω). Abs. 25:7; Mk 4:27; J 11:12 P75. Fig., ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι awaken fr. sleep (i.e. thoughtless indolence) Ro 13:11 (cp. Epict. 2, 20, 15 ἐ. ἐκ τῶν ὕπνων, fr. the sleep of carelessness); cp. AcPl Ha 4, 32.
    to cause to stand up from a position lower than that of the pers. rendering assistance, raise, help to rise, pers. sitting down Ac 3:7 (ἵνα σταθῶ). Lying down Mk 1:31; 9:27. Stretched out Ac 10:26 (En 14:25). Fallen Mt 12:11; 1 Cl 59:4; Hv 3, 2, 4.
    to move to a standing position, rise, get up, pass. intr. of those who have awakened Mt 2:13f, 20f; 8:26; Lk 11:8; who were sitting down (EpArist 94) Mt 9:19; Lk 13:25; J 11:29; Hv 1, 4, 1; AcPl Ox 6; kneeling Hv 2, 1, 3; of the sick Mt 8:15; 9:6f; Mk 2:12; of those called back to life (cp. 4 Km 4:31) Mt 9:25; Lk 7:14. ἐκ τοῦ δείπνου rise from the table J 13:4; of one who has fallen Mt 17:7; Ac 9:8 (on ἀπὸ τ. γῆς cp. 2 Km 12:17; Ps 112:7).
    to cause to come into existence, raise up, bring into being (Judg 2:16, 18 ἤγειρε αὐτοῖς κύριος κριτάς; 3:9, 15 σωτῆρα; Pr 10:12; TestLevi 18:2 ἱερέα; Jos., Ant. 8, 199) κέρας σωτηρίας a horn of salvation Lk 1:69; τέκνα τινί Mt 3:9; Lk 3:8. ἤγειρεν τὸν Δαυὶδ αὐτοῖς εἰς βασιλέα he gave them David as (their) king Ac 13:22 (cp. Jos., Ant. 19, 295). W. double acc. and dat. of advantage vs. 23 v.l.; τὶ someth. (Theognis 549 πόλεμον ἐ.; Appian, Hann. 41 §177 θόρυβον; Nicol. Dam.: 90 Fgm. 50 Jac. μάχην; Tat. 19, 3 στάσεις καὶ μάχας) cause θλῖψιν Phil 1:17 (Lucian, Syr. Dea 18 πένθος τινι).
    to cause to return to life, raise up (the ancients closely associated death with sleep; s., e.g., Kaibel 559, 7f; RLattimore, Themes in Greek and Latin Epitaphs ’62, 164f al.) (Apollodor. [II B.C.]: 244 Fgm. 138a Jac., of Asclepius. Similarly schol. on Lucian p. 55, 23 Rabe; Sir 48:5 ὁ ἐγείρας νεκρὸν ἐκ θανάτου; PGM 4, 195) Mt 10:8; J 5:21; Ac 26:8; 2 Cor 1:9; AcPt Ox 849 verso, 10; AcPl Ha 8, 35=BMM verso 9. Of the raising of Jesus Ac 5:30; 10:40; 13:37; 1 Cor 6:14; 15:15ff; 2 Cor 4:14. More fully ἐ. τινὰ ἐκ νεκρῶν (mostly of Jesus’ resurr.) J 12:1, 9, 17; Ac 3:15; 4:10; 13:30; Ro 4:24; 8:11; 10:9; Gal 1:1; Eph 1:20; Col 2:12; 1 Th 1:10; Hb 11:19; 1 Pt 1:21; IMg 9:3; Pol 2:1f; AcPlCor 2:6. ἀπὸ νεκρῶν ITr 9:2. Of the raising of Christ’s flesh ISm 7:1.
    to enter into or to be in a state of life as a result of being raised, be raised, rise, pass. intr., of one who has died (Is 26:19; TestJob 4:9; cp. 4 Km 4:31) approaches ἀναστῆναι in mng. (cp. mss. and synopt. parallels; s. ἀνίστημι 7) gen. νεκροὶ ἐγείρονται Mk 12:26; Lk 7:22; 20:37; 1 Cor 15:15f, 29, 32, 35, 52. Of Lazarus ἐγερθήσεται J 11:12 v.l. σώματα … ἠγέρθησαν Mt 27:52; ἐγείρεται σῶμα πνευμάτικον 1 Cor 15:44; cp. 15:42f; τὸ σῶμα ἐγείρεται AcPlCor 2:27; cp. 2:26 (in imagery after 1 Cor 15:37). ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν ἐγερθῇ Lk 16:30 v.l.; ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἐγερθῇ 16:31 P75.—Of John the Baptist ἀπὸ τῶν νεκρῶν Mt 14:2; cp. ἐκ νεκρῶν Mk 6:14; Lk 9:7.—Of Christ: ἐκ νεκρῶν Mt 17:9; J 2:22; 21:14; Ro 6:4, 9; 7:4; 1 Cor 15:12, 20 (cp. Just., D. 108, 2 ἐγηγέρθαι); 2 Ti 2:8. Also ἀπὸ τῶν νεκρῶν Mt 27:64; 28:7; ἀπὸ νεκρῶν ITr 9:2. Without this qualification τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι Mt 16:21; 17:23. καθῶς εἶπεν 28:6; ὄντως εἶπεν Mt 26:32; 26:34. διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν Ro 4:25; ὑπὲρ αὐτῶν (τῶν ζώντων) 2 Cor 5:15. Abs. Mt 26:32; Mk 14:28; 16:6; Lk 24:6, 14 (v.l. ἐκ νεκρῶν); Ro 8:34 (v.l. ἐκ ν.); 1 Cor 15:13f, 16f; AcPlCor 2:31.—For lit. s. on ἀνάστασις 2 end.
    to raise up from sickness, raise up=restore to health (the sick pers. is ordinarily recumbent) Js 5:15; AcPl BMM verso 11 (Did., Gen. 168, 17).
    to change to a previous good state or condition, restore, erect of buildings (Dio Chrys. 11 [12], 18; Aelian, NA 11, 10; Herodian 3, 15, 3; 8, 2, 5; Lucian, Alex. 19; Anth. Pal. 9, 696; OGI 677, 3; 1 Esdr 5:43; Sir 49:13; ἐ. τρόπαιον Hippol., Ref. 1, 24, 6; θυσιαστήριον Did., Gen. 223, 19) temple (ναόν: Appian, Bell. Civ. 1, 26 §120; Lucian, Sacr. 11; Jos., Ant. 15, 391; 20, 228) J 2:19f.
    to move someth. from its position by exerting effort in overcoming resistance, lift up ἔγειρον τ. λίθον lift up the stone, push the stone aside (Seleucus of Alex. [I A.D.]: 341 Fgm. 4 Jac. in buffoonery at a symposium, of a stone pushed out from under a participant who has put his head in a noose and has been given a small scimitar to cut the rope before it strangles him) (Ox 1 recto, 6 [=GTh 77]); LWright, JBL 65, ’46, 182; Unknown Sayings 95–98; AWalls, VigChr 16, ’62, 71–76.— Raise κονιορτόν (Polyaenus 4, 19; 7, 44, 1) Hv 4, 1, 5 (Jos. Bell. 5, 471 speaks in the pass. of the dust that ‘is raised’). Cp. Mt 12:11.
    to move against in hostility, rise up, pass. intr., of nations rising in arms (Jer 6:22 v.l.) ἐ. ἐπί τινα against someone one nation against another Mt 24:7; Mk 13:8; Lk 21:10 (for ἐπί τινα cp. Appian, Liby. 68 §307; Jer 27:9; Jos., Ant. 8, 199).
    to make an appearance, appear, pass. intr. of prophets Mt 11:11; Lk 7:16; J 7:52; of false prophets Mt 24:11, 24; Mk 13:22. Of accusers in court (w. ἐν τῇ κρίσει; s. ἀνίστημι 9) Mt 12:42; Lk 11:31 (on omission of ἐν τῇ κρίσει in ms. D, see MBlack, An Aramaic Approach3, ’67, 134).
    in a command to evoke movement from a fixed position ἔγειρε, ἐγείρου get up!, come! impv.
    act. intr. only in impv. (Eur., Iph. A. 624; Aristoph., Ran. 340; Aesop-mss. [Ursing 80]) Mt 9:5f; Mk 2:9 (v.l. ἐγείρου), 11; 3:3; 5:41; 10:49; Lk 5:23f; 6:8; 8:54 (v.l. ἐγείρου); J 5:8; Ac 3:6 ἔγειρε καὶ περιπάτει; Rv 11:1; AcPl Ha 7, 28. Awakening of the ‘dead’ (with καθεύδειν and ἐγείρειν associated in figurative use, as in Plut., Mor. 462) in Mk 5:41; Lk 8:54 (v.l. ἐγείρου); Eph 5:14 (MDibelius, Hdb. ad loc., but without Gnostic motif acc. to KKuhn, NTS 7, ’60/61, 341–46; cp. PsSol 16:1–4) parallels the aspect of motion in passages cited in 1, 3–10, and others here in a above.
    pass. intr. ἐγείρου get up! Mk 2:9 v.l.; Lk 8:54 v.l.; ἐγείρεσθε, ἄγωμεν get up! let us be going Mt 26:46; Mk 14:42; J 14:31.—B. 271; 670. DELG. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐγείρω

  • 99 budit

    1) διεγείρω
    2) ξυπνώ

    Česká-řecký slovník > budit

  • 100 pohánět

    1) διεγείρω
    2) κεντρίζω

    Česká-řecký slovník > pohánět

См. также в других словарях:

  • διεγείρω — διεγείρω, διήγειρα και διέγειρα βλ. πίν. 143 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διεγείρω — (AM διεγείρω) [εγείρω] εξεγείρω, ξεσηκώνω («διεγείρει τη μια φυλή εναντίον τής άλλης», «εἰ διεγείρης τὸν σὸν ἀδελφὸν κατὰ τοῡ Μουσταφᾱ») νεοελλ. 1. παρακινώ, παροτρύνω 2. προκαλώ έμμεσα τη διάπραξη αξιόποινης πράξης αρχ. μσν. ξυπνώ κάποιον,… …   Dictionary of Greek

  • διεγείρω — διέγειρα, διεγέρθηκα, διεγερμένος 1. τονώνω κάτι: Η συμπεριφορά του διεγείρει το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν. 2. ερεθίζω, εξάπτω, προκαλώ: Πάντα διεγείρει τη φαντασία του παιδιού με τις ιστορίες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διεγείρω — διά ἐγείρω awaken aor subj act 1st sg διά ἐγείρω awaken pres subj act 1st sg διά ἐγείρω awaken pres ind act 1st sg διά ἐγείρω awaken aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοδιεγείρομαι — διεγείρω τον εαυτό μου, διεγείρομαι από μόνος μου …   Dictionary of Greek

  • διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… …   Dictionary of Greek

  • εξοροθύνω — ἐξοροθύνω (Α) διεγείρω, παρορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οροθύνω «ερεθίζω, διεγείρω»] …   Dictionary of Greek

  • επόρνυμι — ἐπόρνυμι και ἐπορνύω (Α) 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὅς μοι ἐπῶρσε μένος», Ομ. Ιλ.) 2. διεγείρω και στέλνω εναντίον κάποιου («ἐπεὶ γὰρ Ἥρα σοι γένος Τυρσηνικὸν ληστῶν ἐπῶρσεν», Ευρ.) 3. στέλνω από ψηλά εναντίον κάποιου («Ζεύς... ὦρσεν ἀπ’ Ἰδαίων… …   Dictionary of Greek

  • θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κατανύσσ — και κατανύγω (AM κατανύσσω) 1. διεγείρω σε κάποιον μύχια συναισθήματα ευσέβειας, φέρω κάποιον σε κατάσταση κατάνυξης («ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ», ΚΔ) 2. συγκινώ κάποιον υπερβολικά («ὡς δὲ ἤκουσαν, κατενύγησαν οἱ ἄνδρες καὶ λυπηρὸν ἦν… …   Dictionary of Greek

  • παρορίνω — Α εξεγείρω, διεγείρω ελαφρά κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀρίνω «εγείρω, διεγείρω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»