-
1 διατάττω
τάττω / δια|τάττω ставить в порядке, выстраивать; отряжать, назначать -
2 διατασσω
атт. διατάττω1) устанавливать, вводить(τόνδε ἀνθρώποισι νόμον Her.; φόροι διαταχθέντες Polyb.)
2) располагать, распределять(τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι Her.; med. τὰ γένη τινός Plat.)
3) устраивать, приводить в порядок(πάντα τὰ κατὰ τέν Ἰβηρίαν Polyb.; τὸν χορόν Plut.)
δ. τέν τάξιν Arst. — устанавливать порядок4) расставлять в боевом порядке, выстраивать(στρατόν Her.; δύναμιν Diod.)
πρὸς τὸ συμπῖπτον δ. Xen. — строить войска в зависимости от внешних условий;διατετάχθαι Her. — расположиться в боевом порядке, раскинуть свой стан;5) преимущ. med. распоряжаться, давать указания, приказывать(περί τινος Plut. и τινι περί τινος Polyb.; ποιεῖν τι Anth.)
См. также в других словарях:
διατάττω — διατάσσω appoint pres subj act 1st sg (attic) διατάσσω appoint pres ind act 1st sg (attic) διατάσσω appoint pres subj act 1st sg (attic) διατάσσω appoint pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάζω — (AM διατάσσω και διατάττω) 1. τακτοποιώ, διευθετώ 2. δίνω εντολή, προστάζω («καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῡς διατάσσων τοῑς δώδεκα μαθηταῑς αὐτοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. διατάξτε απάντηση που δείχνει προθυμία για υπακοή 2. νουθετώ, συμβουλεύω («γιατ… … Dictionary of Greek