-
1 διατάττω
διατάσσωappoint: pres subj act 1st sg (attic)διατάσσωappoint: pres ind act 1st sg (attic)διατάσσωappoint: pres subj act 1st sg (attic)διατάσσωappoint: pres ind act 1st sg (attic)
См. также в других словарях:
διατάττω — διατάσσω appoint pres subj act 1st sg (attic) διατάσσω appoint pres ind act 1st sg (attic) διατάσσω appoint pres subj act 1st sg (attic) διατάσσω appoint pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάζω — (AM διατάσσω και διατάττω) 1. τακτοποιώ, διευθετώ 2. δίνω εντολή, προστάζω («καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῡς διατάσσων τοῑς δώδεκα μαθηταῑς αὐτοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. διατάξτε απάντηση που δείχνει προθυμία για υπακοή 2. νουθετώ, συμβουλεύω («γιατ… … Dictionary of Greek