-
1 διασπώ
(α) (αόρ. διέσπασα) μετ.1) разламывать; раскалывать; расщеплять; 2) прорывёть; ο στρατός μας διέσπασε την εχθρικήν παράταξιν наша армия прорвала боевой порядок противника; 3) перен. дробить (силы); рассеивать (внимание);διασπώμαι — раскалываться; — расщепляться; — распадаться
-
2 διασπώ
atomiser -
3 διασπώ
distractΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διασπώ
-
4 раскалывать
διασπώ, σκίζω, διαιρώ, διαχωρίζω-ся διασπώμαι, σκίζομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раскалывать
-
5 расщеплять
1. (делить на части по длине чего-л.) σχίζω (κατά μήκος) 2. (дробить на части) διασπώ 3. хим. διαλύω 4. физ. διασπώ- - атом - το άτομο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расщеплять
-
6 расколоть
-
7 выходить
выходи́ть Iнесов1. βγαίνω, ἐξέρχομαι/ κατεβαίνω, κατέρχομαι (из вагона, самолета, экипажа)/ φεύγω (покидать)/ περνώ, μεταβαίνω (в другое помещение):\выходить на у́лицу βγαίνω (или κατεβαίνω) στό δρόμο· \выходить в море βγαίνω στό πέλαγος, στ· ἀνοιχτἄ \выходить из порта βγαίνω ἀπ' τό λιμάνί \выходить из окружения воен. διασπώ τήν περικύκλωση, διασπώ τόν κλοιό· \выходить из-за стола σηκώνομαι ἀπό τό τραπέζι·2. (появляться) φαίνομαι/ δημοσιεύομαι, ἐκδίδομαι (о книге):\выходить на сцену βγαίνω, ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι στή σκηνή· \выходить на работу πηγαίνω στήν δουλειά·3. (израсходоваться) ξοδεύομαι, καταναλίσκομαι·4. (удаваться) καταφέρνω, ἐπιτυγχάνω:э́то у меня хорошо́ выходит αὐτό τό καταφέρνω καλά·5. (получаться) γίνομαι, βγαίνω:из него́ выйдет хороший механик αὐτός θά γίνει (илива βγή) καλός μηχανικός· из э́того куска выходит два платья ἀπό ἕνα κομμάτι ὕφασμα βγαίνουν δύο φορέματά из £того ничего не выходит ἀπ' αὐτό δέν βγαίνει τίποτε·6. (из какой-л. среды) προέρχομαι, κατάγομαι·7. (выбывать) ἀποχωρώ, βγαίνω, ἐγκαταλείπω:\выходить из игры βγαίνω ἀπ· τό παιγνίδι· \выходить из строя (о машине) ἀχρηστεύομαι· \выходить в тираж (об облигации) ἀπο-σβύνομαΓ \выходить в отставку παραιτούμαι, ἀποστρατεύομαι18. (об окне, двери и т. п.) βγαίνω, βγάζω κάπου, βλέπω κἀπου:окно выходит во двор тб παράθυρο βλέπει στήν αὐλή· ◊ \выходить замуж παντρεύομαι· \выходить из затруднения βγαίνω ἀπ' τή δυσκολία· \выходить из терпения χάνω τήν ὑπομονή· \выходить из себя γίνομαι ἔξω φρενών, παραφέρομαί \выходить из моды πάβω νά εἶμαι τής μόδας· \выходить из берегов πλημμυρίζω· выходит, что... πάει νά πεῖ πώς...· не выходит из головы δέν βγαίνει ἀπό τό κεφάλι μου (или ἀπό τόν νοῦ μου).вы́ходить IIсов см. выхаживать. -
8 прорывать
прорывать Iнесов1. (разрывать) σχίζω, τρυπώ:\прорывать носо́к σχίζω τήν κάλτσα·2. (какую-л. преграду) σπάνω (μετ.), διασπώ:\прорывать блокаду σπάνω τόν ἀποκλεισμό· \прорывать ли́иию оборо́ны противника διασπώ τήν ἀμυντική γραμμή τοῦ ἐχθροῦ.прорывать IIнесов (рыть) σκάβω, σκάπτω, ἀνοίγω (σκάβοντας). -
9 дробить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. дробленный, βρ: -лен, -лена, -лею.1. σπάζω, θραύω.2. μτφ. διαμερώ, διαιρώ σε μέρη, τεμάχια, κομματιάζω, χωρίζω• διασπώ•дробить вопрос χωρίζω (κατατέμνω) το ζήτημα σε μέρη•
дробить силы διασπώ τις δυνάμεις.
3. χτυπώ διακοφτά και συχνά.θραύομαι, σπάζω, διαμερίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
10 расколоть
-колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расколотый, βρ: -лот, -а, -оρ.σ.μ.1. σχίζω με χτύπημα•расколоть дрова σχίζω καυσόξυλα.
|| σπάζω, θραύω•расколоть орехи σπάζω καρύδια.
2. μτφ. διασπώ•расколоть единстве διασπώ την ενότητα.
1. σχίζομαι (με χτύπημα)•полено -лось το κούτσουρο σχίστηκε.
|| θραύομαι, σπάζω•орех -лся το καρύδι έσπασε.
2. μτφ. διασπώμαι. -
11 расщепить
-шло, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расщипленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. βλ. расщепать.2. σχίζω, βγάζω κατά ίνες.3. (χημ.) διαλύω. || διασπώ•расщепить атом διασπώ το άτομο.
1. σχίζομαι.2. (χημ.)• διαλύομαι.3. διασπώμαι (για άτομο ύλης). -
12 дезинтеграция
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дезинтеграция
-
13 деэмульгирование
η διάσπαση του γαλακτώματος (πετρελαίου, λαδιού)η απογα-λακτωματοποίηση-ть διασπώ το γαλάκτωμα (πετρελαίου, λαδιού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деэмульгирование
-
14 жир
το λίπ/ος, το πάχοςτο ξύγκιкостный - οστών, το οστεόλιποςпищевые - ы - η τροφής, τα εδώδιμα - ηрыбий - το ιχθυέλαιο, το ψαρόλαδο, το μου-ρουνέλαιο, το μουρουνόλαδο, синтетический - συνθετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жир
-
15 отбить
1. (отколоть, отделить от чего-л.) σπάζω, διασπώ 2. (выпрямить и заострить лезвие, ударяя по нему молотком) ακονίζω μέσω σφυρηλασίας/σφυρηλάτησης 3. (линию, направление) χαράσσω/χαράζω (την γραμμή, κατεύθυνση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отбить
-
16 отламывать
σπάζω, διασπώ (με σπάσιμο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отламывать
-
17 прорывать
1. (копать) σκάβω, σκάπτω 2. (нарушать целостность) διασπώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прорывать
-
18 разложить
1. (расставить, разместить) τοποθετώ 2. (развернув, положить на что-л.) απλώνω, τοποθετώ 3. (огонь, костер) ανάβω 4. (разделить на составные части, элементы) διασπώ 5. мат. αναπτύσσω 6. (де-зорганизовать, довести до распада) αποδιοργανώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разложить
-
19 распылить
1. (обратить в пыль) κονιορτοποιώκάνω σκόνη2. (рассеять с силой) διασπώ, διασκορπίζω, σκορπώ, σκορπίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распылить
-
20 расщепляться
1. (делиться на части по длине) σχίζομαι 2. хим. διαλύομαι 3. физ. διασπώ μαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расщепляться
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διασπώ — διασπώ, διέσπασα βλ. πίν. 71 Σημειώσεις: διασπώ : στον απλό προφορικό λόγο κλίνεται στον ενεστ. και κατά το περνάω (βλ. πίν. 68 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διασπώ — (AM διασπῶ, άω) διαχωρίζω βίαια, χωρίζω στα δύο ή σε περισσότερα κομμάτια νεοελλ. 1. προκαλώ ρήγμα σε μέτωπο, παράταξη, ομάδα κ.λπ. («διέσπασαν το μέτωπο», «διασπάστηκε το κόμμα» κ.λπ.) 2. «διασπάται η προσοχή» δεν μπορεί κάποιος να συγκεντρώσει… … Dictionary of Greek
διασπώ — διάσπασα και διέσπασα, διασπάστηκα, διασπασμένος, χωρίζω κάτι απότομα στα μέλη που το αποτελούν, διαλύω: Η αστυνομία κατόρθωσε να διασπάσει την ομάδα των διαδηλωτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φραξιονισμός — ο, Ν η ύπαρξη και η δράση φράξιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fractionnisme < fractionner «διασπώ» (< fraction «διάσπαση» < λατ. frango «διασπώ», πρβλ. και φράξια) + κατάλ. isme (πρβλ. ισμός)] … Dictionary of Greek
χωρίζω — ΝΜΑ 1. θέτω χωριστά, απομακρύνω κάποιον ή κάτι από άλλους ή άλλα (α. «χώρισα τα παιδιά για να μην τσακώνονται» β. «χωρίζουσι δ ἀλλήλων λόγους», Ευρ.) 2. διασπώ κάτι το ενιαίο, διαιρώ (α. «δεν μπορείς να χωρίσεις το σώμα από την ψυχή» β. «χώρισε… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
αδιάσπαστος — η, ο (Α ἀδιάσπαστος, ον) [διασπῶ] 1. αυτός που δεν διασπάστηκε ή δεν μπορεί να διασπαστεί 2. αδιαχώριστος, άρρηκτος, σταθερός … Dictionary of Greek
αντιρρήγνυμι — ἀντιρρήγνυμι (Α) διασπώ, διαχωρίζω … Dictionary of Greek