-
1 διαμάντι
[дьяманди] ουσ. о. алмаз, бриллиант,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαμάντι
-
2 алмаз
-
3 бриллиант
-
4 алмаз
мин. о αδάμας, το διαμάντιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > алмаз
-
5 бриллиант
(огранённый алмаз) о (κατεργασμένος) αδάμας, το διαμάντι, το μπριλάντι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бриллиант
-
6 брильянт
(огранённый алмаз) о (κατεργασμένος) αδάμας, το διαμάντι, το μπριλάντι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брильянт
-
7 индентор
(наконечник твердомера) το άκρο του μετρητή σκληρότηταςвдавливать - в образец συμπιέζω/μπάζω το - στο δείγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индентор
-
8 карбонадо
ο μέγας αδάμας, το μαύρο διαμάντιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > карбонадо
-
9 солитер
το μονό (μεγάλο) διαμάντι (χωρίς άλλες πέτρες).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > солитер
-
10 стеклорез
ο υαλοκόπτηςразг. το διαμάντιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стеклорез
-
11 алмаз
алмазм τό διαμάντι, ὁ ἀδάμας. -
12 гранить
гранитьнесов τέμνω, λαξεύω, κατεργάζομαι:\гранить алмаз κατεργάζομαι τό διαμάντι. -
13 жемчужина
жемч||ужинаж1. τό μαργαριτάρι·2. перен τό διαμάντι. -
14 перл
перлм1. уст. (жемчуг) τό μαργαριτάρι, ὁ μαργαρίτης (тж. ирон.)·2. перен τό διαμάντι, τό ἀριστούργημα. -
15 алмаз
[αλμάς] ουσ. α διαμάντι -
16 алмаз
[αλμάς] ουσ α διαμάντι -
17 алмаз
а α.διαμάντι, αδάμας. -
18 диамант
-а α.1. παλ. διαμάντι.2. είδος μικρών τυπογραφικών στοιχείων. -
19 играть
ρ.δ., μτχ. ενεστ. играющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. игранный, βρ: -ран, -а, -о,επιρ. μτχ. -ая κ. -аючи.1. παίζω (για διασκέδαση)•играть в куклы παίζω τις κούκλες•
играть в мяч παίζω το τόπι ή τη μπάλα•
играть в жмурки παίζω την τυφλόμυγα.
|| (για διάφορα παιγνίδια)•играть в шахматы παίζω σκάκι•
играть в футбол παίζω ποδόσφαιρο•
играть в бильирде παίζω μπιλιάρδο.
2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•буря -ет μαίνεται η θύελλα.
3. αφρίζω, βράζω•вино -ет το κρασί αφρίζει.
4. λάμπω, λαμπυρίζω•солнце -ет на поверхности воды ο ήλιος λάμπει στην επιφάνεια του νερού•
-ют звзды λαμπυρίζουν τ αστέρια•
бриллиант -ет το διαμάντι λαμπυρίζει•
румянец -ет у не на щеках τα μαγουλά της ροδοκοκκίνίζουν.
|| κινούμαι, πάλλομαι•моршины -ют οι ρυτίδες παίζουν.
|| προσποιούμαι, κάνω•играть в великодушие κάνω τον μεγαλόψυχο.
5. εκτελώ•на скрипке παίζω βιολί•
-ет музыка παίζει η μουσική.
|| μτφ. επιδρώ•играть на нервах επιδρώ στα νεύρα.
|| (διάφορες σημασίες)•играть в деньги παίζω με χρήματα•
играть с огнм (κυρλξ. κ. μτφ.) παίζω με τη φωτιά•
играть своей жизнью παίζω με τη ζωή (διακινδυνεύω τη ζωή)•
в груди у него -ло радостное чувство μέσα του ήταν όλο χαρά•
в этом случае он -ал не особенно почтнную роль σ αυτήν την περίπτωση αυτός δεν έπαιξε καθόλου τίμιο ρόλο•
улыбка -ет на е лице το χαμόγελο σιγοπαίζει στο πρόσωπο.
εκφρ.играть большую роль – παίζω μεγάλο ρόλο (επιδρώ πολύ)•играть срадьбу – παλ. κάνω γάμο•играть первую скрипку – παίζω πρώτο βιολί (πρωτεύοντα! ρόλο)•играть вторую скрипку – παίζω δεύτερο βιολί (δευτερεύοντα ρόλο)•глазами – γλυκοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, κάνω γλυκά μάτια• φλερτάρω•играть словами – α) παίζω με τις λέξεις (αποκρύπτω την ουσία του ζητήματος), β) καλαμπουρίζω. играть на бирже παίζω στο χρηματιστήριο•играть на руку кому – παίζω το παιγνίδι κάποιου (βοηθώ, συντελώ)•судьба -ет людми – παλ. η τύχη παίζει με τους ανθρώπους.1. παίζω.2. επιθυμώ• έχω διάθεση. -
20 карбонат
-а α.1. ανθρακικό αλάτι.2. διαμάντι μαύρο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαμάντι — Ορυκτό που αποτελείται αποκλειστικά από άνθρακα κρυσταλλωμένο στο κυβικό ή μονομετρικό σύστημα. Στην καθαρή του μορφή είναι άχρωμο. Η τυχαία παρουσία ξένων ουσιών τού προσδίδει ελαφρές ή έντονες αποχρώσεις, οι οποίες ελαττώνουν ή αυξάνουν την… … Dictionary of Greek
διαμάντι — το 1. πολύτιμη πέτρα, αδάμαντας: Το δαχτυλίδι της είναι στολισμένο μ’ ένα τεράστιο διαμάντι. 2. άνθρωπος προικισμένος με αρετές: Ο γιος του είναι πραγματικό διαμάντι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… … Dictionary of Greek
σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… … Dictionary of Greek
Olympiakos Nicosia — Not to be confused with Olympiacos CFP, the sports club based in Greece Olympiakos Nicosia Full name Ολυμπιακός Λευκωσίας Olympiakos Lefkosias Nickname(s) … Wikipedia
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
αδάμας — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * ( αντος), ο (Α ἀδάμας) κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)… … Dictionary of Greek
στιλβαδάμας — αντος, ο, Ν διαμάντι στρογγυλεμένο και κατεργασμένο με 58 περίπου έδρες, το οποίο πρόκειται να στερεωθεί σε κόσμημα και τού οποίου η καθαρότητα, η διαφάνεια, η λάμψη και το σχήμα καθορίζουν την ποιότητά του, κν. μπριλάντι ή μπριγιάντι ή μπριγιάν … Dictionary of Greek
ανθρακορούνδιο — Εμπορική ονομασία του καρβιδίου του πυριτίου (SiC), ενός από τα πιο σπουδαία τεχνητά λειαντικά μέσα. Το ανακάλυψε τυχαία το 1891 o Αμερικανός Έντουαρντ Άτσισον ενώ προσπαθούσε να παρασκευάσει διαμάντι. Λαμβάνεται με θέρμανση σε ηλεκτρικό φούρνο… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
οριακή θεωρία — Οικονομική θεωρία που διατυπώθηκε από τη λεγόμενη σχολή της οριακής χρησιμότητας, στην οποία ανήκαν ο Αυστριακός Καρλ Μένγκερ, ο Άγγλος Ουίλιαμ Στάνλεϋ Τζέβονς, ο Γάλλος Λεόν Βαλρά και οι οπαδοί τους. Ο όρος προέρχεται από την έννοια της οριακής… … Dictionary of Greek