-
1 δημοκρατια
ион. δημοκρᾰτίη ἥ1) народное правление, народовластие, демократия(Her.; τὸ μέ ἐς ὀλίγους, ἀλλ΄ ἐς πλείονας οἰκεῖν δ. κέκληται Thuc.)
2) демократическое государство -
2 δημοκρατία
η1) демократия;εσωκομματική δημοκρατία — внутрипартийная демократия;
αστική δημοκρατία — буржуазная демократия;
2) республика; демократический строй;λαϊκή δημοκρατία — народная демократия;
ενωσιακή δημοκρατία — союзная республика;
αυτόνομη δημοκρατία — автономная республика
-
3 δημοκρατία
ἡ δημο|κρατία ≃ народовластие, демократия -
4 δημοκρατία
-
5 δημοκρατία
[димократиа] ουσ ops -
6 Αραβική Δημοκρατία
της Υεμένης η Йеменская Арабская Республика (ЙАР) -
7 Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία
η (ΓΛΔ) Германская Демократическая Республика (ГДР)Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία
-
8 Δομινικανή Δημοκρατία
η Доминиканская Республика -
9 Κεντροαφρικανική Δημοκρατία
-
10 Λαϊκή Δημοκρατία
-
11 Μαλδίβες Δημοκρατία
η Мальдивская Республика -
12 Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία
-
13 Σεΰχέλλες Δημοκρατία
η Республика Сейшельские Острова -
14 Γερμανική 'Ομοσπονδιακή
Δημοκρατία η (ΓΟΔ) Федеративная Республика Германии (ФРГ) -
15 ακρατος
Iион. ἄκρητος 21) беспримесный, неразбавленный, чистый(οἶνος Hom., Her., Xen.; γάλα Hom.; αἶμα Aesch., Soph.)
ἄκρητοι σπονδαί Hom. — возлияния из чистого вина2) чистый, абсолютный(νοῦς Xen.)
3) полный, неограниченный(ἐλευθερία Plat.; δημοκρατία Plut.)
4) истинный, подлинный(δικαιοσύνη, ψεῦδος Plat.)
5) необузданный, неумеренный, безмерный, крайний(ὀργή Arst.; θάρσος Plut.)
ἄ. ὀργήν Aesch. — необузданный в своем гневе, свирепый;ἄκρατον καῦμα Anth. — палящий зной;σκότος ἄκρατον Plut. — непроглядная тьма;ἄ. ἐλθεῖν τινι Eur. — со всей силой напасть на кого-л.6) свободный (от), непричастный (к), лишенный(ἁπασῶν ἀλγηδόνων Plat.; βίος κακῶν ἄ. Plut.)
IIὅ (sc. οἶνος) чистое (неразбавленное) вино Arst. -
16 απλοος
I.стяж. ἁπλοῦς 31) простой, одиночный, в один ряд(τεῖχος Thuc.)
2) простой, незначительный(οὐκ εἰς ἁπλοῦν φέρειν, ἀλλ΄ ἐς μέγιστον Soph.)
3) один, единственный(λύπη Eur.)
4) простой, незатейливый, безыскусственный(μῦθος Aesch.; λόγος Eur., Arph.; διήγησις Plat.)
5) простой, прямой(κέλευθος Pind.; οἶμος Plat.)
6) простой, открытый, честный(ἔπη Aesch.; τρόποι Eur., Arph.; πόλεμος Plut.)
7) простой, грубый, примитивный(ἁπλουστάτοις χρῆσθαι βίοις Polyb.; νόμοι ἁπλοῖ καὴ βαρβαρικοί Arst.)
8) простоватый, простодушный(κριτής Arst.; ἁπλοὺς ἡγοῦνται τοὺς νοῦν οὐκ ἔχοντας Isocr.)
9) простой, не составной, не сложный(σώματα, χρώματα, ὀνόματα Arst.)
10) чистый, настоящий, подлинный(συμφορα Lys.; δημοκρατία Arst.)
11) общий, приблизительныйαἰτία:
ἢ ἀκριβέστεραι ἢ ἁπλούστεραι Arst. — более или менее точно определенные причиныII.стяж. ἄπλους 21) неудобный для плавания, несудоходный(θάλαττα Dem., Plut.; πόντος Polyb.)
2) непригодный для мореплавания, неисправный(νῆες Thuc.)
-
17 εννομος
I2[νόμος]1) законный, установленный законом(ἀγῶνες Pind.)
ἔννομα πάσχειν Thuc. — нести заслуженное наказание2) правомерный, правовой(πολιτεία Aeschin.; δημοκρατία Arst.)
3) поступающий по законам, справедливый, честный4) размеренный, мерный, правильныйII2[νέμομαι] (где-л.) обитающий, живущий(οἳ γᾶς τότ΄ ἦσαν ἔννομοι Aesch.)
-
18 εσχατος
3 и 21) крайний, задний(θάλαμος Hom.; τάξις Soph.)
2) отдаленный, далекий, дальний, находящийся на краю света(Αἰθίοπες ἔσχατοι ἀνδρῶν Hom.; γᾶς τόπος Aesch.)
πρὸς τέν ἕω ἔ. Her. — самый восточный;ἔσχατοι τῆς ἀρχῆς Thuc. — обитающие в самых отдаленных областях государства3) находящийся с краю, крайний(Θρήϊκες ἔσχατοι ἄλλων Hom.; Νείλου κέρας Pind.)
4) конечный, последний, предельный(στήλη Soph.; τέλος καὴ πέρας Arst.)
5) верхнийἐσχάτη πυρά Soph. — верхушка могилы или насыпи
6) крайний, высший, доведенный до высшей степени, величайший(ἀδικία Plat.; δημοκρατία Arst.; κίνδυνος Dem.)
ἔσχατ΄ ἐσχάτων κακὰ λέγειν Soph. — осыпать величайшими оскорблениями;ἐσχάταις ἐλπίσιν Pind. — в отчаянном положении7) последний (по времени)(ἔ. Ἑλλήνων, Ῥωμαίων Plut.; ἡμέρα NT.)
ἔσχαται ῥίζαι ἐν Οἰδίπου δόμοις Soph. — последние отпрыски дома Эдипа8) перен. последний, презреннейшийτὸ λεγόμενον, Μυσῶν ὅ ἔ. Plat. — как говорится, последний из мисийцев
9) лог. меньшийὁ ἔ. ὅρος Arst. — меньшая (малая) посылка (силлогизма)
10) (наиболее) глубоко лежащий, глубоко расположенныйἔσχαται σάρκες Soph. — внутренние органы тела
11) худший, злейший, крайне тяжелый(πόνος καὴ ἀγών Xen.; ἀλγηδόνες Plat.). - см. тж. ἔσχατον и ἔσχατα
-
19 ισηγορια
ион. ἰσηγορίη ἥ равная для всех свобода слова, тж. всеобщее равноправие(ἰ. καὴ ἐλευθερία Dem.; ἰ. καὴ καθόλου δημοκρατία Polyb.; ἰσηγορίας ἀπόλαυσις Plut.)
ἥ ἰ. ἐστὴ χρῆμα σπουδαῖον Her. — равноправие - драгоценное достояние -
20 ισομοιρια
ἥ1) равное распределение (частей), равенство(τῶν στοιχείων Arst.; δημοκρατία παρέξουσα ἅπασιν ἰσομοιρίαν Plut.)
2) равная доля, одинаковое участиеἡ ἰ. τῶν κακῶν Thuc. — равное для всех, т.е. всеобщее несчастье
См. также в других словарях:
δημοκρατία — δημοκρατίᾱ , δημοκρατία democracy fem nom/voc/acc dual δημοκρατίᾱ , δημοκρατία democracy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
δημοκρατίᾳ — δημοκρατίαι , δημοκρατία democracy fem nom/voc pl δημοκρατίᾱͅ , δημοκρατία democracy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατία — η πολίτευμα με αιρετό ανώτατο άρχοντα, στο οποίο η εξουσία πηγάζει από το λαό και ασκείται απ’ αυτόν και το σώμα των εκλεγμένων αντιπροσώπων του: Η χώρα μας έχει ως πολίτευμα την κοινοβουλευτική δημοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπουριατίας, Αυτόνομη Δημοκρατία — Δημοκρατία της Ρωσίας (351.300 τ. χλμ., 1.034.800 κάτ.). Βρίσκεται στην Υπερβαϊκάλη και συνορεύει στα Ν με τη Μογγολία. Ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου 1923. Η εθνική της σύνθεση αποτελείται από Μπουριάτες, Ρώσους, Ουκρανούς και Τάταρους. Πρωτεύουσα είναι … Dictionary of Greek
Δημοκρατία των Επτά Επαρχιών — Ονομασία που δόθηκε στις βόρειες επαρχίες των Κάτω Χωρών το 1579, όταν ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητες υπό τον Γουλιέλμο τον Σιωπηλό. Bλ. λ. Ολλανδία (Ιστορία) … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… … Dictionary of Greek
Κεντροαφρικανική Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής Παλαιότερες ονομασίες: Oυμπανγκί Σαρί (έως το 1960) / Κεντροαφρικανική Αυτοκρατορία (1976 79) Έκταση: 622.984 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.986.400 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Μπανγκί (669.800 κάτ. το… … Dictionary of Greek
Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… … Dictionary of Greek
Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek