-
1 гений
-я α.ιδιοφυΐα, δαιμόνιος νους•великий гений μεγάλη ιδιοφυΐα.
δαίμονας, δαιμόνιο•добрый гений το αγαθό δαιμόνιο•
злой гений το κακό δαιμόνιο (πνεύμα).
-
2 демонический
επ.δαιμονικός, του δαίμονα. || μτφ. δαιμόνιος, δαιμονιώδης. -
3 лихой
лихой 1επ., βρ: лих, -а, -о(παλ. κ. απλ.) κακός, κακούργος, μοχθηρός, κακεντρεχής, κοκοήθης. || δύσκολος, χαλεπός, βαρύς, ζόρικος.εκφρ.-а беда начало ή начать – κάθε αρχή και δύσκολη.лихой 2επ., βρ: лих, -а, -о.1. τολμηρός, άφοβος, γενναίος, παλικαρίσιος• θαρραλέος.2. γρήγορος, ολοταχύς• ακάθεκτος, ορμητικός, λάβρος, θυμοειδής.3. ζωηρός, έντονος.4. ευκίνητος, σβέλτος, επιδέξιος• δεινός, δαιμόνιος. -
4 шустрый
επ., βρ: шустр, шустра, шустро ευκίνητος, εύστροφος• ζωηρός, σφριγηλός• επιτήδειος, δαιμόνιος. -
5 эквилибрист
-а α.-ка, -и θ.ακροβάτης, -ισσα, σχοινοβάτης, -ισσα• ισορροπ ιστής. || ικανότατος, δεινός, δαιμόνιος, διαβολεμένος.
См. также в других словарях:
δαιμόνιος — of masc nom sg δαιμόνιος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… … Dictionary of Greek
δαιμόνιος — α, ο αυτός που διαθέτει ικανότητα σε υπέρτατο βαθμό, έξοχος: Είναι ένας δαιμόνιος νους, που τα καταφέρνει θαυμάσια με ό,τι κι αν καταπιαστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαιμονιώτερον — δαιμόνιος of adverbial comp δαιμόνιος of masc acc comp sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc comp sg δαιμόνιος of masc acc comp sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc comp sg δαιμόνιος of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιώτατα — δαιμόνιος of adverbial superl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl pl δαιμόνιος of adverbial superl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιώτατον — δαιμόνιος of masc acc superl sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl sg δαιμόνιος of masc acc superl sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονίως — δαιμόνιος of adverbial δαιμόνιος of masc acc pl (doric) δαιμόνιος of adverbial δαιμόνιος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιωτάτην — δαιμόνιος of fem acc superl sg (attic epic ionic) δαιμόνιος of fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιωτέρου — δαιμόνιος of masc/neut gen comp sg δαιμόνιος of masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιώτατε — δαιμόνιος of masc voc superl sg δαιμόνιος of masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιώτατος — δαιμόνιος of masc nom superl sg δαιμόνιος of masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)