-
1 δαιμονιος
1) божественный, божеский, ниспосланный божеством(νύξ HH.; τέρας Soph.; σοφία Plat.; θεῖόν τι καὴ δαιμόνιον ἥ φιλοσοφία Arst.; φάσμα Plut.)
2) роковой, ужасный(ἄχη Aesch.; τύχη Plat.; ἀνάγκη Lys.)
3) необыкновенный, удивительный, замечательный(δ. καὴ θαυμαστός Plat.)
δ. τέν σοφίαν Luc. — человек необыкновенной мудрости;εἰ μή τι δαιμόνιον εἴη Xen. — если ничего из ряда вон выходящего не случалось4) ( в обращении)ὦ δαιμόνιε (ἀνδρῶν, ἀνθρώπων)! Her., Arph., Plat. — милейший мой!, но тж. ах ты, чудак!, Hom. преимущ. безумец!
-
2 δαιμόνιος
δαιμόνιος, α, ον 1. божественный, чудесный, странный; 2. ['пораженный божеством'] несчастный -
3 δαιμόνιος
δαιμόνιος, -α, -οдьявольский, бесовский -
4 δαιμόνιος
α, ο [ία, ον]1) гениальный, выдающийся;δαιμόνιος νούς — блестящий ум;
δαιμόνιον εργον — гениальное произведение;
2) см. δαιμονικός -
5 δαιμόνιος
-
6 εμπνοια
-
7 δαιμονισμένες
η, ο1) сумасшедший; безумный; беснующийся; одержимый;δαιμονισμένεςο παιδί — озорной ребёнок; — бесёнок (разг);
2) см. δαιμόνιος 1
См. также в других словарях:
δαιμόνιος — of masc nom sg δαιμόνιος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… … Dictionary of Greek
δαιμόνιος — α, ο αυτός που διαθέτει ικανότητα σε υπέρτατο βαθμό, έξοχος: Είναι ένας δαιμόνιος νους, που τα καταφέρνει θαυμάσια με ό,τι κι αν καταπιαστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαιμονιώτερον — δαιμόνιος of adverbial comp δαιμόνιος of masc acc comp sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc comp sg δαιμόνιος of masc acc comp sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc comp sg δαιμόνιος of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιώτατα — δαιμόνιος of adverbial superl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl pl δαιμόνιος of adverbial superl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιώτατον — δαιμόνιος of masc acc superl sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl sg δαιμόνιος of masc acc superl sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονίως — δαιμόνιος of adverbial δαιμόνιος of masc acc pl (doric) δαιμόνιος of adverbial δαιμόνιος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιωτάτην — δαιμόνιος of fem acc superl sg (attic epic ionic) δαιμόνιος of fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιωτέρου — δαιμόνιος of masc/neut gen comp sg δαιμόνιος of masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιώτατε — δαιμόνιος of masc voc superl sg δαιμόνιος of masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιώτατος — δαιμόνιος of masc nom superl sg δαιμόνιος of masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)