-
1 περι-δῑνής
περι-δῑνής, ές, im Kreise herumgedreht, κύρτος, Ep. ad. 128 (VI, 23).
-
2 ποικιλο-δίνης
ποικιλο-δίνης, ὁ, = Folgdm, Opp. Hal. 1, 676.
-
3 πολυ-δῑνής
πολυ-δῑνής, ές, mit vielen Wirbeln, Opp. Hal. 4, 585 u. a. sp. D.
-
4 φρενο-δῑνής
φρενο-δῑνής, ές, den Geist im Kreise drehend und schwindlich machend, Sp.
-
5 χρῡσο-δίνης
χρῡσο-δίνης, ὁ, der golden Strudelnde, Wirbelnde, zw.
-
6 βραδυ-δῑνής
βραδυ-δῑνής, ές, langsam wirbelnd, Nonn.
-
7 καλλι-δίνης
καλλι-δίνης, ὁ, schön wirbelnd, schön fließend, Πηνειός Eur. Herc. Fur. 365.
-
8 εὐρυ-δινης
εὐρυ-δινης, ὁ, breit wirbelnd, fließend, Ἀλφεός Bacchyl. 5 bei Schol. Pind. Ol. 1.
-
9 εὐρυο-δῑνης
εὐρυο-δῑνης, = εὐρυδίνης, bei Strab. I, 3, 7, wie XII p. 566, wo die Epit. ἀργυροδίνης hat, wie Or. Sib. p. 515.
-
10 εὐ-δῑνης
-
11 μελαν-δίνης
μελαν-δίνης, ὁ, schwarzwirbelnd, Γάγγης, D. Per. 577.
-
12 βαθυ-δίνης
βαθυ-δίνης, ὁ, dasselbe Ὠκεανός Od. 10, 511; Xanthos (Skamander) Iliad. 20, 73; Hes. O. 169, u. sonst von Flüssen.
-
13 βαθυ-δῑνής
βαθυ-δῑνής, ές, dasselbe, Sp.
-
14 θεο-δῑνής
-
15 ἀργυρο-δίνης
ἀργυρο-δίνης (δίνη), ὁ, silberstrudelnd, Beiwort von Flüssen, des Peneos Iliad. 2, 753, des Xanthos 21, 8. 130.
-
16 ἀργυρο-δῑνής
ἀργυρο-δῑνής, ές, dasselbe, Sp.?
-
17 ἐρι-δῑνής
-
18 ἠερο-δῑνής
ἠερο-δῑνής oder ἠεροδίνης, αἰετός, Bian. 10 (IX, 223), der in der Luft sich schwingt, umkreis't.
-
19 δίνη
δίνη, ἡ (vgl. δίω), das Herumdrehen im Kreise, der Wirbel, bes. Wasserstrudel, gew. im plur.; bei Homer siebenmal, von Flüssen: Odyss. 6, 116 βαϑείῃ δίνῃ; Iliad. 21, 213 βαϑέης δίνης; vs. 239 δίνῃσι βαϑείῃσιν μεγάλῃσιν; ohne adject. δίνῃσι vs. 132; δίνας vs. 11. 353; δίνης vs. 246. Daß das Wort im 21. Buche der Ilias sechsmal erscheint, sonst aber in der Ilias nicht, ist lediglich Zufall, wie z. B. Iliad. 14, 434 ἐυρρεῖος ποταμοῖο, Ξάνϑου δινήεντος beweis't, s. δινήεις, ἀργυροδίνης, βαϑυδίνης. – Hes. Th. 791; Eur. Or. 1310 u. öfter; im sing. Troad. 210, wie Aesch. Eum. 529; Plat. Crat. 439 c; Τυρσηνίς, das Meer selbst, Bian. 8 (IX, 308); übh. = Umschwung; ἀτράκτου δίνη Plat. Rep. X, 620 e; ἀνεμώκης Ar. Av. 697; οὐράνιαι Eur. Alc. 244, vom Wirbelwinde; übertr., ἀνάγκης στεῤῥαὶ δ. Aesch. Prom. 1054; vgl. Ag. 969.
-
20 ἀργυροδίνης
ἀργυρο-δίνης, ἀργυρο-δῑνής, silberstrudelnd, Beiwort von Flüssen
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Δίνης — Δίνη whirlpool fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνης — δί̱νης , δίνη whirlpool fem gen sg (attic epic ionic) δινέω whirl imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) δί̱νης , δινεύω whirl imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίνῃς — Δίνη whirlpool fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνῃς — δί̱νῃς , δίνη whirlpool fem dat pl (epic) δίνω thresh out on the pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδινής — εὐδινής, ές (Α) ο ευδίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δινής (< δίνη), πρβλ. περι δινής, ταχυ δινής] … Dictionary of Greek
ευρυοδίνης — εὐρυοδίνης, ὁ (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει πλατιές δίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + δινης (< δίνη), πρβλ. βαθυ δίνης, καλλι δίνης. Το ο συνδετικό φωνήεν, αναλογικά προς άλλα σύνθετα τού ευρυ με β συνθετικό που άρχιζε από ο ] … Dictionary of Greek
ηεροδίνης — ἠεροδίνης, εω, ὁ (Α) αυτός που περιφέρεται, που περιδινείται στον αέρα («ἠεροδίνης αἰετός»), Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευρυ δίνης, πυρι δίνης] … Dictionary of Greek
θεοδινής — θεοδινής, ές, (Α) αυτός που στάλθηκε σαν δίνη από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δινής (< δίνη), πρβλ. αλμυρο δινής ταχυ δινής] … Dictionary of Greek
καλλιδίνης — καλλιδίνης, δωρ. τ. καλλιδίνας, ὁ (Α) αυτός που έχει ωραίες δίνες, ωραίες κυκλικές στροφές τού ρεύματος («Πηνειὸς ὁ καλλιδίνας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δίνης (< δίνη), πρβλ. ηερο δίνης, πορφυρο δίνης] … Dictionary of Greek
φρενοδινής — ές, ΜΑ μτφ. αυτός που κάνει τον νου να περιστρέφεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + δινής (< δίνη), πρβλ. αἰθερο δινής, ταχυ δινής] … Dictionary of Greek
περιδινής — ές, Α κυκλικός («περιδινέα κύρτον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευ δινής] … Dictionary of Greek