-
1 δίκτυο
[диктио] ουσ. о. сеть, невод.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δίκτυο
-
2 δίκτυο
[диктио] ουσ ο сеть, невод. -
3 δίκτυο
la xarxa -
4 δίκτυο
мрежаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > δίκτυο
-
5 δίκτυο
networkΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δίκτυο
-
6 δικτυό-κλωστοι
δικτυό-κλωστοι, σπεῖραι, Soph. Ant. 346, eh., netzgesponnene Kreise, d. i. das geflochtene Netz.
-
7 δικτυο-πλόκος
δικτυο-πλόκος, ὁ, Netzflechter, Poll. 7, 179.
-
8 δικτυο-ποιός
δικτυο-ποιός, ὁ, der Netzmacher?
-
9 δικτυο-βόλος
δικτυο-βόλος, ὁ, = δικτυβόλος, Poll. 7, 137.
-
10 δικτυο-ειδής
δικτυο-ειδής, ές, netzartig; πλέγμα Galen.
-
11 δικτυο-θηρευτική
δικτυο-θηρευτική, ἡ, sc. τέχνη, die Netzfischerei, Poll. 7, 139.
-
12 δικτυο-θήρας
δικτυο-θήρας, ὁ, = δικτυβόλος, Schol. Theocr. 1, 40.
-
13 δικτυο ῦλκος
δικτυο ῦλκος ὁ (ἕλκω), Netzzieher, Fischer; Poll. 1, 96; Iambl.; – οἱ δ., ein Stück des Aeschylus, das auch δικτυουργοί genannt wird, Ael. N. H. 7, 47.
-
14 δικτυο ῦλκος
δικτυο ῦλκος ὁ ( ἕλκω), Netzzieher; οἱ δ., ein Stück des Aeschylus, das auch δικτυουργοί genannt wird -
15 αποχετευτικό δίκτυο
la xarxa de sanejament -
16 οδικό δίκτυο
la xarxa vi'aria -
17 network
δίκτυο -
18 δικτυοβόλος
δικτῠο-βόλος, ον,A = δικτυβόλος, Poll.7.137.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικτυοβόλος
-
19 δικτυοειδής
δικτῠο-ειδής, ές,A net-like,δ. πλέγμα
rete mirabile Galeni,Herophil.
ap. Gal.5.155, Gal.UP9.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικτυοειδής
-
20 δικτυοθήρας
A net-fisher, Sch. Theoc.1.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικτυοθήρας
См. также в других словарях:
δίκτυο — το 1. σύμπλεγμα από νήματα ή σύρματα, χρήσιμο στο κυνήγι ή στο ψάρεμα, το δίχτυ. 2. σύμπλεγμα δρόμων ή σιδηροδρομικών γραμμών που διασταυρώνονται: Οδικό δίκτυο. 3. μτφ., σύνολο ή ομάδα προσώπων οργανωμένων και με κοινά συμφέροντα: Δίκτυο πωλητών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίκτυο — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αόρατος στα πλάτη μας. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Δοράδας, του Ωρολογίου, του Ύδρου και του Ιπτάμενου Ιχθύος. Ονομάστηκε έτσι το 1763 από τον Λακάγ, προς τιμήν του ομώνυμου… … Dictionary of Greek
επικοινωνίας, δίκτυο — Βλ. λ. τηλεπικοινωνίες … Dictionary of Greek
τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… … Dictionary of Greek
Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση … Dictionary of Greek
δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek