-
1 δαφνινος
-
2 δάφνινος
η, ο [ίνη, ον] лавровый;δάφνινος στέφανος — лавровый венок
-
3 δάφνινος
[дафнинос] επ лавровый. -
4 δαφναίος
αία, ον см. δάφνινος
См. также в других словарях:
δάφνινος, -η, -ο — δάφνινος, η, ο, φτιαγμένος από φύλλα δάφνης: Στο ηρώο, σε κάθε εθνική γιορτή, γίνεται κατάθεση δάφνινου στεφανιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάφνινος — made of bay masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνινος — η, ο (AM δάφνινος, η, ον) [δάφνη] 1. αυτός που ανήκει στη δάφνη («δάφνινα κλαδιά», «δάφνινος ὅρπηξ») 2. καμωμένος από δάφνη («δάφνινο στεφάνι», «δάφνινον ἔλαιον») αρχ. το ουδ. ως ουσ. δάφνινον, το χρώμα σαν τα φύλλα τής δάφνης … Dictionary of Greek
δαφνίνων — δάφνινος made of bay fem gen pl δάφνινος made of bay masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνινον — δάφνινος made of bay masc acc sg δάφνινος made of bay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνη — δάφνινος made of bay fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνην — δάφνινος made of bay fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνης — δάφνινος made of bay fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνοις — δάφνινος made of bay masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνου — δάφνινος made of bay masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνῃ — δάφνινος made of bay fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)