-
1 γυρεύω
[гирэво] р. искать, просить, треоовать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γυρεύω
-
2 искать
-
3 разыскивать
разыскивать ψάχνω, γυρεύω, αναζητώ* см. тж. разыскать* * *ψάχνω, γυρεύω, αναζητώ см. тж. разыскать -
4 искать
искатьнесов1. ἐρευνῶ, ψάχνω, γυρεύω, ἀναζητῶ:\искать повсюду γυρεύω παντού·2. (стараться получить) ψάχνω νά βρω, ἀναζητώ, ζητῶ νά βρῶ:\искать работу ψάχνω νά βρῶ δουλειά· \искать помощи ζητώ νά βρω βοήθεια· \искать повода ψάχνω νά βρω πρόφαση· \искать случая ψάχνω νά βρῶ εὐκαιρία· ◊ \искать глазами ψάχνω μέ τό βλέμμα. -
5 искать
ищу, ищешь, μτχ. ενστ. ищущий, επίρ. μτχ. ища ρ.δ.1. ερευνώ, γυρεύω, ψάχνω, αναζητώ, αναγυρεύω•искать книгу γυρεύω το βιβλίο•
искать работу ψάχνω (να βρω) δουλειά• искать кого-н. глазами ψάχνω να δω κάποιον•
искать место ψάχνω θέση•
в нем все ищут τον αναζητούν όλοι.
|| ενάγω, μηνύω, εγκαλώ.2. προσπαθώ, επιδιώκω, επιζητώ. || καταζητώ (για σύλληψη)•3. γαλιφίζω, κολακεύω, γλύφω, καλοπιάνω.εκφρ.искать чьей руки – παλ. ζητώ το χέρι κάποιας (τη συγκατάθεση για γάμο).ερευνούμαι• αναζητούμαι. -
6 искать
1. (стараться найти) ψάχνω, γυρεύω 2. (заниматься поисками) (δι)ερευνώ, αναζητώ, ανιχνεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > искать
-
7 подыскивать
под||ыскиватьнесов γυρεύω, ψάχνω νά βρῶ, προσπαθώ νά βρώ. -
8 присматривать
присматриватьнесов1. (за кем-л., за чем-л.^ ἐπιβλέπω, ἐπιτηρώ, προσέχω:\присматривать за детьми προσέχω τά παιδιά·2. (подыскивать) ψάχνω νά βρῶ, ζητώ, γυρεύω. -
9 проискать
проискатьсов ψάχνω, γυρεύω, περνώ ὁρισμένο χρόνο ψάχνοντας:\проискать целый I день ψάχνω ὁλόκληρη μέρα -
10 разыскать
разыскатьсов, разыскивать несов ψάχνω νά βρῶ, γυρεύω, ἀναζητώ. -
11 управа
управ||аж1. τό δίκηο, τό δίκαιο[ν], ἡ δικαιοσύνη:искать \управау γυρεύω δικαιοσύνη· найти́ \управау на кого́-л. разг βρίσκω τό δίκηο μου, τιμωρώ τόν ἀδικητή μου·2. ист. τό συμβούλιο[ν]:городская \управа τό δημαρχεῖο[ν], ἡ δημαρχία -
12 вчерашний
-яя, -ее, επ. χτεσινός•вчерашний день η χτεσινή μέρα•
-яя драка ο χτεσινός τσακωμός.
|| ως ουσ. ουδ. -ее, -его το χτεσινό.εκφρ.искать -его дня – γυρεύω φύλλο (ή βελόνι) στ’ άχυρα. -
13 напроситься
-ошусь, -осишься ρ.σ.1. ζητώ επίμονα, παρακαλώ.2. επιδιώκω, γυρεύω, επιζητώ•напроситься в гости επιδιώκω να με καλέσουν φιλοξενούμενο•
напроситься на комплимент επιζητώ τα κοπλιμέντα•
напроситься в друзья επιδιώκω, τη φιλία τους•
напроситься идти вместе επιζητώ να με πάρουν μαζί τους.
3. (απλ.)επιμένω στην τιμή, ζητώ (για πώληση, εμπόριο). -
14 обрыскать
-аю, -аешь κ. -рыщу, -ыщешь,ρ.σ.μ. ψάχνω, ερευνώ, γυρεύω παντού. -
15 подыскать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подысканныйερευνώ, αναζητώ• ψάχνω, γυρεύω να βρώ. -
16 правда
-ы θ.1. αλήθεια•он всега говорит -у αυτός πάντοτε λέει την αλήθεια•
сущая правда πραγματική αλήθεια•
правда глаза колет παρμ. η αλήθεια είναι πικρή.
|| η σωστότητα (απόψεων κ.τ.τ.). || πραγματικότητα. || βλ. правота.2. δίκαιο, δικαιοσύνη•искать -у αναζητώ (γυρεύω) την αλήθεια.
3. παλ. κώδικας, θεσμολόγιο.4. ω? κατηγ. είναι αλήθεια, σωστό, δίκαιο.5. παρνθ. λ. πραγματικά, αλήθεια. || ερωτηματικό αλήθεια; είναι δυνατόν,• не правда ли? δεν είναι αλήθεια;εκφρ.всеми -ами и неправдами – με όλα τα μέσα (θεμιτά και αθέμιτα)по -е говоря ή -у говоря ή сказать – (παρενθετικό) για να είμαι αληθής•по -е – τίμια, σωστά•правда-матка – αλήθεια πραγματική•- у-матку резать – (απλ.) ανοιχτά, καθαρά, σταράτα ειλικρινά•смотреть (глядеть) -е в глаза ή в лицо – αντικρίζω (εκτιμώ) την αλήθεια θαρρετά, ατάραχα, νηφάλια•что правда, то правда – η αλήθεια να λέγεται. -
17 присмотреть
ρ.σ.1. επιβλέπω, επιτηρώ, παρακολουθώ, εποπτεύω προσέχω, φυλάγω•присмотреть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.
|| φροντίζω, μεριμνώ.2. κοιτάζω να βρω, γυρεύω, αναζητώ, ερευνώ.1. κοιτάζω, παρατηρώ προσεχτικά. || προσέχοντας κατανοώ.2. συνηθίζω, προσαρμόζομαι, εξοικειώνομαι•-к работе συνηθίζω στη δουλειά•
присмотреть в темноте συνηθίζω στο σκοτάδι.
См. также в других словарях:
γυρεύω — γυρεύω, γύρεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: γυρεύω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή, χωρίς αυτό να μπορεί να αιτιολογηθεί από τις έννοιες του ρήματος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γυρεύω — και γυρεύγω (AM γυρεύω) [γυρός] διαγράφω κύκλο τρέχοντας μσν. νεοελλ. τριγυρίζω ψάχνοντας νεοελλ. 1. επιζητώ, αναζητώ 2. επιδιώκω κάτι 3. εξετάζω, ερευνώ 4. φροντίζω, ενδιαφέρομαι 5. φρ. α) «γυρεύω φυρί, φυρί» αναζητώ επίμονα β) «γυρεύω ψύλλους… … Dictionary of Greek
γυρεύω — γῡρεύω , γυρεύω run round in a circle pres subj act 1st sg γῡρεύω , γυρεύω run round in a circle pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυρεύω — γύρεψα, γυρεμένος 1. ψάχνω, αναζητώ: Τον γύρεψε παντού αλλά δεν τον βρήκε. 2. ζητιανεύω: Γυρίζει στους δρόμους και γυρεύει. 3. επιδιώκω, επιζητώ: Γυρεύει μπλεξίματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυρεύετε — γῡρεύετε , γυρεύω run round in a circle pres imperat act 2nd pl γῡρεύετε , γυρεύω run round in a circle pres ind act 2nd pl γῡρεύετε , γυρεύω run round in a circle imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυρεύσει — γῡρεύσει , γυρεύω run round in a circle aor subj act 3rd sg (epic) γῡρεύσει , γυρεύω run round in a circle fut ind mid 2nd sg γῡρεύσει , γυρεύω run round in a circle fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγυρεύω — MA μσν. γυρεύω ολόγυρα αρχ. κατασκευάζω τάφρο γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γυρεύω (< γῦρος)] … Dictionary of Greek
γυρευόντων — γῡρευόντων , γυρεύω run round in a circle pres part act masc/neut gen pl γῡρευόντων , γυρεύω run round in a circle pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυρεύει — γῡρεύει , γυρεύω run round in a circle pres ind mp 2nd sg γῡρεύει , γυρεύω run round in a circle pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυρεύομεν — γῡρεύομεν , γυρεύω run round in a circle pres ind act 1st pl γῡρεύομεν , γυρεύω run round in a circle imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεγύρευον — διεγύ̱ρευον , διά γυρεύω run round in a circle imperf ind act 3rd pl διεγύ̱ρευον , διά γυρεύω run round in a circle imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)