-
1 γυαλόχαρτο
[гьялохарто] ουσ. о. наждачная бумага,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γυαλόχαρτο
-
2 бумага
1. (для письма, печати и т.д.) το χαρτίватманская - см. ватман- σατενέкопировальная - ο χημικός χάρτης, разг. το καρμπόν (ξεν.)лакмусовая - ο χάρτης/το χαρτί ηλιοτροπίουматовая - ματ (ξεν.)миллиметровая - см. миллиметровканаждачная - το σμυριδόχαρτο, το γυαλόχαρτοпочтовая - αλληλογραφίας, το επιστολόχαρτοчертёжно-ко-пировальная - σχεδίασης/ιχνογραφίας2. (документ) το έγγραφο 3. -и (ценные) эк. мн. τα χρεώγραφαлегкореализуемые - εμπορεύσιμα -, διαπραγματεύσιμα -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бумага
-
3 ошкуривать
(обрабатывать)1. (наждачной бумагой) κατεργάζομαι με σμυριδό-χαρτο 2. (стеклянной бумагой) κατεργάζομαι με γυαλόχαρτο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ошкуривать
-
4 шкурить
λειαίνω/κατεργάζομαι την επιφάνεια με σμυριδόχαρτο/γυαλόχαρτο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шкурить
-
5 шкурка
1. тех. το σμυριδόχαρτο, το γυαλόχαρτο 2. (маленькая шкура) το μικρό δέρμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шкурка
-
6 бумага
бумага 1-и θ.1. χαρτί, χάρτης•первосортная бумага χαρτί πρώτης ποιότητας•
тряпичная -χαρτί από ράκη•
древесная бумага χαρτί από ξύλο•
писчая бумага χαρτί γραψίματος•
почтовая бумага επιστολόχαρτο ή επιστολικός χάρτης•
фильтровальная бумага στραγγιστικό χαρτί ή διηθητικός χάρτης•
оберточная бумага χαρτί περιτυλίγματος•
газетная бумага δημοσιογραφικό ή τυπογραφικό χαρτί•
промокательная бумага στυπόχαρτο•
цветная -έγχρωμο χαρτί•
светочувствительная бумага φωτοπαθής χάρτης (φωτογραφικός)•
наждачная! -σμυριδόχαρτο ή σμυριδόπανο•
стеклянная -γυαλόχαρτο•
пергаментная бумага περγαμινός χάρτης•
бумага в одну линейку χαρτί μονόγραμμο•
в две линейки χαρτί δίγραμμο•
бумага в клетку διατετραγωνιστικό χαρτί.
2. έγγραφο•из центра пришла бумага από το κέντρο ήρθε χαρτί.
3. χαρτονόμισμα•-и падают на бирже η αξία των χαρτονομισμάτων πέφτει στο χρηματιστήριο.
4. -и πλθ. τα ατομικά πιστοποιητικά έγγραφα. || τα χειρόγραφα, τα χαρτιά•рыться в -ах ανασκαλεύω τα χαρτιά.
εκφρ.на -е быть ή оставаться – είμαι, μένω στα χαρτιά (για υπόθεση που δεν πραγματοποιείται)•только на -е – μόνο στα χαρτιά (στην πράξη όχι)•ценные -и – τα Χρεόγραφα.бумага 2-и θ. βαμπάκι (ως υλικό κατασκευής προϊόντων)•ткани из шерсти с -ой υφάσματα μαλλινοβάμβακα•
хлопчатая бумага παλ. βλ. хлопок.
-
7 шкурка
-и θ.δερματάκι. || γυαλόχαρτο• σμυριδόπανο, σμυρ ιδόχαρτο. -
8 шлифовать
-фую, -фуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шлифованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.μ.1. λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω•шлифовать дерево стеклянной шкурой λει,αίνω το ξύλο με γυαλόχαρτο.
2. τελειοποιώ εξιδανικεύω• δουλεύω, λαξεύω• χτενίζω•шлифовать свой стиль τελειοποιώ το στυλ μου.
1. λειαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. επιδέχομαι λείανση.
См. также в других словарях:
γυαλόχαρτο — το σκληρό χαρτί με το οποίο λειαίνουν και γυαλίζουν επιφάνειες, ιδίως ξύλινες, το σμυριδόχαρτο: Έτριψε τις καρέκλες με γυαλόχαρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυαλόχαρτο — και γιαλόχαρτο, το χαρτί με λεπτότατα θρύμματα γυαλιού στη μια επιφάνεια για λείανση διαφόρων επιφανειών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυαλί + χαρτί. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. papier de verre)] … Dictionary of Greek
γιαλόχαρτο — το βλ. γυαλόχαρτο … Dictionary of Greek
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek
καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… … Dictionary of Greek
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
υαλόδισκος — ο, Ν λευκός δίσκος από γυαλόχαρτο που χρησιμοποιείται στην οδοντιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + δίσκος] … Dictionary of Greek
υαλόχαρτο — το, Ν το γυαλόχαρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + χαρτί. Η λ., στον λόγιο τ. ὑαλόχαρτον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
σπίρτα — Λεπτά μακρόστενα κομμάτια ξύλου ή σκληρού χαρτιού, με κεφαλή από εύφλεκτη χημική ουσία στο ένα άκρο τους, που προκαλεί εύκολα φλόγα με την τριβή. Το πρώτο σπίρτο στο σημερινό του σχήμα επινοήθηκε το 1817 από τον Άγγλο φαρμακοποιό Τζον Ουόκερ. Για … Dictionary of Greek
σμυριδόχαρτο — το γυαλόχαρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)