Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γράφω

  • 1 γράφω

    [графо] р. писать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γράφω

  • 2 писать

    γράφω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > писать

  • 3 писать

    пишу, пишешь, μτχ. ενστ. пишущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. писанный, βρ: -сан, -а, -о
    επιρ. μτχ. δεν έχει
    ρ.δ.μ. κ. αμ.
    1. γράφω•

    писать буквы γράφω γράμματα•

    писать цифры γράφω αριθμούς•

    писать неразборчиво γράφω δυσανάγνωστα•

    писать мелом γράφω με κιμωλία•

    писать чернилами γράφω με μελάνη•

    перо не -ет η πένα δε γράφει•

    писать заявление γράφω αίτηση•

    писать под диктовку γράφω καθ υπαγόρευση.

    || συγγράφω•

    -рассказы γράφω διηγήματα.

    || συνθέτω•

    писать оперу γράφω μελόδραμα.

    2. ανακοινώνω, γνωστοποιώ εγγράφως•

    газеты -ут о варварствах оккупантов οι εφημερίδες γράφουν για τις βαρβαρότητες των καταχτητών.

    3. ζωγραφίζω•

    картину ζωγραφίζω πίνακα•

    писать с натуры ζωγραφίζω εκ του φυσικού.

    || παρασταίνω.
    εκφρ.
    писать вензеля (вавилоны) – παραπαίω, τρικλίζω, ταλαντεύομαι (για μεθυσμένο).
    γράφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > писать

  • 4 писать

    писать
    несов
    1. γράφω/ δακτυλογραφώ (на машинке):
    \писать карандашом γράφω μέ τό μολύβι, μολυβδογραφώ· \писать разборчиво (неразборчиво) γράφω εὐανάγνωστα (δυσανάγνωστα)· \писать каракулями κακογραφώ, ὀρνιθοσκαλίζω· \писать грамотно (неграмотно) γράφω χωρίς λάθη (ανορθόγραφα)· \писать под диктовку γράφω καθ' ὑπαγόρευσιν \писать πο-гречески γράφω ἐλληνικά· \писать прозой (стихами) γράφω σέ πεζό (σέ στίχους)·
    2. (красками) ζωγραφίζω:
    \писать акварелью ζωγραφίζω ἀκουαρέλ(λ)α, ὑδατογραφώ· \писать маслом ζωγραφίζω μέ λάδι, ἐλαιογραφῶ· \писать портрет προσωπογραφώ, ζωγραφίζω τό πορτρέτο· \писать с натуры ζωγραφίζω ἐκ τοῦ φυσικού· ◊ пиши пропало! ξέγραψε το!-вилами по воде писано ζήσε μαϋρε μου νά φας τριφύλλι καί τόν Αύγουστο σταφύλι.

    Русско-новогреческий словарь > писать

  • 5 записать

    -пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. записанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γράφω•

    записать доклад γράφω την εισήγηση•

    записать адрес γράφω τη διεύθυνση.

    2. εγγράφω (σε ταινία, δίσκο).
    3. εγγράφω σε κατάλογο, πρακτικό κ.τ.τ. записать сына в школу εγγράφω το γιο στο σχολείο•

    -ште это за мною γράψτε το στο λογαριασμό μου.

    || σημειώνω.
    4. γράφω στο όνομα, διαθέτω, κληροδοτώ•

    записать дом на жене γράφω το σπίτι στη γυναίκα.

    5. μουντζουρώνω•

    записать всю страницу каракулями γεμίζω όλη τη σελίδα με ορνιθοσκαλίσματα.

    6. αρχίζω να γράφω κλπ. ρ. βλ. писать.
    1. εγγράφομαι.
    2. παραγράφω, γράφω πολλή ώρα•

    -лся, шея болит παράγραψα, ο λαιμός μου πονά.

    || κουράζομαι από το πολύ γράψιμο• με τραβάει το γράψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > записать

  • 6 писать

    писать 1) γράφω· \писать письмо γράφω γράμμα 2) (в газетах, журналах} δημοσιογραφώ· в газетах пишут, что...οι εφημερίδες γράφουν.ότι...3) (картину) ζωγραφίζω \писаться: как пишется это слово? Πώς γράφεται αυτή η λέξη; пистолет м το πιστόλι, το περίστροφο
    * * *

    писа́ть письмо́ — γράφω γράμμα

    2) (в газетах, журналах) δημοσιογραφώ

    в газе́тах пи́шут, что… — οι εφημερίδες γράφουν ότι...

    3) ( картину) ζωγραφίζω

    Русско-греческий словарь > писать

  • 7 надписать

    -пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надписанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ.
    επιγράφω, γράφω επάνω•1 надписать посвя-щёние на книге επιγράφω αφιέρωση στο βιβλίο. || γράφω επιγραφή•

    надписать книгу γράφω επιγραφή στο βιβλίο.

    2. γράφω ανωτέρω, από πάνω.

    Большой русско-греческий словарь > надписать

  • 8 сочинить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сочиненный, βρ: -нен, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. συγγράφω, γράφω, δημιουργώ, φτιάχνω•

    сочинить пь-су συγγράφω θεατρικό έργο•

    сочинить стихи γράφω στίχους (στιχουργώ).

    || συνθέτω•

    сочинить песню συνθέτω τραγούδι.

    || γράφω•

    сочинить доклад γράφω την εισήγηση.

    2. επινοώ, σοφίζομαι. || ψεύδομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сочинить

  • 9 заносить

    заносить I
    несов
    1. (приносить) φέρνω κάπου, κουβαλὤ
    2. (болезнь) μεταφέρνω, φέρνω·
    3. (вносить, записывать) (κατά) γράφω, σημειώνω, καταχωρώ:
    \заносить в протокол (κατα)γράφω στά πρακτικά· \заносить на доску почета γράφω στον πίνακα τιμής·
    4. безл:
    дорогу часто заносит снегом ὁ δρόμος συχνά σκεπάζεται ἀπό χιόνι·
    5. (поднимать) σηκώνω:
    \заносить ру́ку σηκώνω τό χέρι· \заносить ногу в стремя βάζω τό πόδι στή σκάλα τής σέλλας.
    заносить II
    соз. см. занашивать.

    Русско-новогреческий словарь > заносить

  • 10 дописать

    -пишу, -пишешь ρ.σ.μ.
    1. απογράφω, τελειώνω το γράψιμο• γράφω ως. || αποζωγραφίζω, τελειώνω το ζωγράφισμα.
    2. γράφω συμπληρωματικά.
    1. γράφω μέχρι•

    он -лся до глупостей έγραψε μέχρι ανοησίες•

    я -лся до переутомления έγραψα μέχρι που κουράστηκα.

    2. βλ. дописать (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > дописать

  • 11 приписать

    ρ.σ.
    1. γράφω συμπληρωματικά, επισημειώνω γράφω υστερόγραφο. || γράφω επιπρόσθετα.
    2. εγγράφω, καταχωρώ συμπερι λαβαίνω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω.
    3. αποδίδω, ανάγω, επιρρίπτω τα φορτώνω, τα ρίχνω (τα βάρη).
    εγγράφομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι, συγκαταλέγομαι, συνυπολογίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > приписать

  • 12 записать

    записать γράφω σημειώνω (пометить) \записать на плёнку ηχογραφώ
    * * *
    γράφω; σημειώνω ( пометить)

    записа́ть на плёнку — ηχογραφώ

    Русско-греческий словарь > записать

  • 13 нечего

    I нечего Ι (нечему, нечем, не о чем) τίποτα· мне \нечего сказать δεν έχω τι να πω· нечему удивляться δεν είναι τίποτε το παράξενο* мне нечем писать δεν έχω με τι να γράφω· тебе не о чем жалеть δεν αξίζει να στενοχωριέσαι II нечего II (незачем) ανώφελα, του κάκου" δεν υπάρχει λόγος να...' \нечего беспокоиться δεν υπάρχει λόγος για ανησυχία
    * * *
    I (нечему, нечем, не о чем)

    мне не́чего сказа́ть — δεν έχω τι να πω

    не́чему удивля́ться — δεν είναι τίποτε το παράξενο

    мне не́чем писа́ть — δεν έχω με τι να γράφω

    тебе́ не́ о чем жале́ть — δεν αξίζει να στενοχωριέσαι

    II
    ( незачем) ανώφελα, του κάκου; δεν υπάρχει λόγος να…

    не́чего беспоко́иться — δεν υπάρχει λόγος για ανησυχία

    Русско-греческий словарь > нечего

  • 14 прописать

    Русско-греческий словарь > прописать

  • 15 надписать

    надписать
    сов, надписывать несов ίράφω, γράφω πάνω; \надписать адрес на кон-те γράφω τή διεύθυνση στό φάκελλο· \надписать книгу ἐπιγράφω τό βιβλίο.

    Русско-новогреческий словарь > надписать

  • 16 рецензуентировать

    рецензуент||и́ровать
    несов γράφω κριτική, γράφω κρίση, γνωμοδοτώ.

    Русско-новогреческий словарь > рецензуентировать

  • 17 черкнуть

    черкнуть
    сов (написать) разг γράφω:
    \черкнуть несколько строк γράφω μερικές γραμμές.

    Русско-новогреческий словарь > черкнуть

  • 18 вынести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. вынес, -ла, -ло, ρ.σ.μ.
    1. βγάζω έξω, μεταφέρω,μετακομίζω, κουβαλώ•

    вынести мебель из комнаты βγάζω τα έπιπλα έξω από το δωμάτιο.

    || γράφω, σημειώνω•

    вынести замечания в конец γράφω τίς παρατηρήσεις στο τέλος.

    || υποβάλλω, φέρω•

    решение комиссии на общее собрание φέρω την απόφαση της επιτροπής στη γενική συνέλευση.

    2. μεταφέρω γρήγορα.
    3. μτφ. βγάζω, εξάγω• αποκτώ•

    я вынес убеждение из опыта σχημάτισα την πεποίθηση από πείρα.

    4. προβάλλω, βγάζω μπροστά•

    вынести ногу в таще! βγάζω μπροστά το πόδι στο χορό.

    5. αντέχω, υπομένω, υποφέρω, Βαστώ, κρατώ•

    душа моя не -ла η ψυχή μου δε βάσταξε.

    6. εκδίδω, βγάζω, παίρνω•

    вынести приговор βγάζω καταδικαστική απόφαση•

    вынести резолюцию παίρνω απόφαση•

    вынести благодарность εκφράζω τις ευχαριστίες (την ευγνωμοσύνη)•

    решение, резолюцию, постановление παίρνω απόφαση (αποφασίζω).

    εκφρ.
    вынести на своих плечах – σηκώνω το βάρος μόνος μου (τα βγάζω πέρα μόνος μου)•
    вынести впечатление – έχω (σχηματίζω, αποκομίζω) την εντύπωση.
    βγαίνω, εμφανίζομαι, προβάλλω ξαφνικά, ορμητικά, απότομα.

    Большой русско-греческий словарь > вынести

  • 19 наложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. επιθέτω, επιβάλλω. || θέτω, βάζω, τοποθετώ.
    2. καλύπτω, σκεπάζω.
    3. γεμίζω, πληρώ.
    4. με σημ. ρ. σχηματιζόμενου από το αντικείμενο•

    арест на имущество κατάσχω την περιουσία•

    -запрт απαγορεύω•

    наложить налог φορολογώ•

    наложить штраф προστιμάρω•

    наложить на город контрибуцию επιβάλλω στην πόλη συνεισφορά•

    наложить воз дров φορτώνω ένα κάρο καυσόξυλα.

    || γράφω• θεωρώ•

    наложить резолюцию на заявление γράφω απόφαση πάνω στην αίτηση•

    наложить визу θεωρώ διαβατήριο,

    5. χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω.
    εκφρ.
    наложить печать (-ти) – σφραγίζω, κλείνω (απαγορεύω τη χρησιμοποίηση)•
    - печать на помещение – σφραγίζω οίκημα•
    наложить печать на кого – αφήνω τα ίχνη επίδρασης σε κάποιον•
    наложить руку (лапу)на что – καταχτώ, βάζω κάτω από την επίδραση μου•

    Большой русско-греческий словарь > наложить

  • 20 нацарапать

    ρ.σ.
    1. μ. χαράσσω, σκαλίζω, γράφω. || κακογράφω, γράφω ορνιθοσκαλίσματα.
    2. καταγρατσουνίζω.

    Большой русско-греческий словарь > нацарапать

См. также в других словарях:

  • γράφω — scratch pres subj act 1st sg γράφω scratch pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφω — γράφω, έγραψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γραφῶ — γράφω scratch aor subj pass 1st sg (attic epic doric) γραφής masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • γράφω — έγραψα, γράφ(τ)ηκα, γραμμένος 1. παρασταίνω με γράμματα τις σκέψεις μου, διατυπώνω γραπτά κάτι: Μου έγραψε μια επιστολή με τα παράπονά του. 2. συντάσσω άρθρα, βιβλία, συνθέτω μουσική: Έγραψα ένα άρθρο για την τοπική εφημερίδα. – Έγραψε ένα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. См. Клятвы любовные …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅρκους δ’ ἐγὠ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — См. По воде писать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γράφετον — γράφω scratch pres imperat act 2nd dual γράφω scratch pres ind act 3rd dual γράφω scratch pres ind act 2nd dual γράφω scratch imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφον — γράφω scratch pres part act masc voc sg γράφω scratch pres part act neut nom/voc/acc sg γράφω scratch imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γράφω scratch imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεγραμμένα — γράφω scratch perf part mp neut nom/voc/acc pl γεγραμμένᾱ , γράφω scratch perf part mp fem nom/voc/acc dual γεγραμμένᾱ , γράφω scratch perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφεσθε — γράφω scratch pres imperat mp 2nd pl γράφω scratch pres ind mp 2nd pl γράφω scratch imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»