Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γραφή

См. также в других словарях:

  • γραφή — representation by means of lines fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • γραφή — η 1. απεικόνιση του λόγου με γράμματα, το γράψιμο: Δεν μπόρεσε να μάθει γραφή. 2. ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίο γράφει κάποιος, ο γραφικός χαρακτήρας: Η γραφή του δεν είναι ξεκάθαρη. 3. το γράμμα, η επιστολή: Έστειλαν γραφή στο βασιλιά. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραφῇ — γράφω scratch aor subj pass 3rd sg γραφῆι , γραφεύς painter masc dat sg (epic ionic) γραφή representation by means of lines fem dat sg (attic epic ionic) γραφής masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραφῆ — γραφεύς painter masc nom/voc/acc dual γραφεύς painter masc acc sg γραφής masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφη — γράφος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γράφος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γράφω scratch aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφῃ — γράφω scratch pres subj mp 2nd sg γράφω scratch pres ind mp 2nd sg γράφω scratch pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμική γραφή — Αρχαία συλλαβογραφική γραφή που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της Κρήτης. Διακρίνεται σε γ.γ. Α και σε γ.γ. Β. γ. γ. A. Η γραφή αυτή ήταν σε χρήση από τον 18o έως τον 15o αι. π.Χ. Τη χρησιμοποιούσαν για τις εμπορικές τους συναλλαγές και τη γραφή… …   Dictionary of Greek

  • δωροξενίας γραφή — ή ξενίας γραφή (Α) καταγγελία εναντίον ξένου ότι δωροδόκησε Αθηναίους δικαστές προκειμένου να ανακηρυχθεί Αθηναίος πολίτης …   Dictionary of Greek

  • εστράγγελος γραφή — η γραφικό σύστημα που αποτελείται από κράμα ελληνικού και συριακού αλφαβήτου, αλλιώς στρογγυλογράμματη ή στρογγύλη γραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. συρ. estragelāyē < ελλ. στρογγύλος] …   Dictionary of Greek

  • Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»